ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΠΟΛΙΤΗΣ
Θεωρώ την προσωπική μου εμπειρία ειδοποιό, έναντι κάθε θεώρησης η οποία άλλως πρεσβεύει και η θεώρηση αυτή κάθε άλλο παρά εγωιστική είναι, καθώς μάχεται προσωπικά ‘’πιστεύω’’ ετών. “Πιστεύω” όλα, υπέρ της ελευθερίας και της ισότητας των ανθρώπων…
Πριν ξεκινήσουμε θα έπρεπε να κάνουμε ένα διαχωρισμό ονομάζοντας τους ανθρώπους που έρχονται στη χώρα μας ως μετανάστες, καταργώντας αυθαίρετα το πρώτο συνθετικό ‘’λαθρό’’ από από το όνομα τους καθώς μεταφέρονται εκ συστήματος και τη γνώση πάντων στον τόπο μας.
Δεν κατηγορώ, απλά αναφέρω μία κατάσταση στην οποία ως έθνος έχουμε συρθεί.
Επί του θέματος.
Βρέθηκα στο Πυθαγόρειο της Σάμου -από τύχη- τη συγκεκριμένη ημέρα όπου ένα φουσκωτό είχε προ ώρας βγάλει περί τα 40 άτομα στην τοποθεσία ‘’Ποτοκάκι’’. Άτομα τα οποία έτυχε –πηγαίνοντας στον προορισμό μου- να δω να προχωρούν μόνα σε σειρά, ανά παρέα ή οικογένεια, στο δρόμο προς το Αστυνομικό τμήμα ή στο Λιμεναρχείο Πυθαγορείου –μία απόσταση 2-3 χιλιομέτρων περίπου- με προφανή σκοπό -φαντάζομαι-, την απόκτηση του χαρτιού εκείνου όπου και θα τους επιτρέπει την ελεύθερη διακίνησή τους στη χώρα για ένα μήνα. (Προσοχή: εάν έγραφα: Μέσα στο ήλιο, με το βλέμμα χαμηλό, με ελπίδες σβησμένες προχωρούσε ο ανθρώπινος πόνος, θα έκανα το άρθρο εκτός από δραματικό –όπως συνήθως γίνεται- και ψευδές(!) διότι σε καμία περίπτωση δεν θύμιζαν ανθρώπους με ανάγκη. Θα το δούμε παρακάτω.)
Στο σημείο αυτό οφείλουμε ασφαλώς να πούμε ότι κάθε ένας από εμάς και άρα και από εκείνους όπου αναγκάζεται να αποχωριστεί το σπίτι του έχει όχι μόνο μία, αλλά πολλές ανάγκες, όμως υπάρχει μία διαφορά από τον μετανάστη αυτό που θα περιγράψω, από τη Σομαλή μάνα με το πεινασμένη μωρό στην αγκαλιά τον πεθαμένο-πνηγμένο άντρα και τα δάκρυα στα μάτια που φιλάει τα πόδια του πρώτου τυχόντα για για ελάχιστη βοήθεια. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά!
Το απλωτό μπουλούκι λοιπόν, συνέθεταν άνθρωποι νεαρής κυρίως ηλικίας (20-30 ετών) με μερικά παιδιά (8-10 ετών) και κάποιοι λιγότεροι μεσήλικες. Φορούσαν αθλιτικά παπούτσια, κάπρι παντελόνια, μαντήλες οι γυναίκες με μακριά φορέματα,σακίδιο στην πλάτηκαι βλέμμα περιηγητή. Φώναξαν μάλιστα σε ένα αυτοκίνητo του λιμενικού που κατά τύχε περνούσε ”Police police” και γέλασαν. Στο δρόμο πειραζόταν και αστειεύονταν. Καλά έκαναν. Είχαν καταφέρει πληρώνοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό (2000 ευρώ, από ό,τι λέγεται) ανα κεφάλι για αυτή τους τη διέλευση.
Στο λιμεναρχείο του Πυθαγορείου –όπως είδα επιστρέφοντας για καφέ σε παρακείμενη καφετέρια ώρες αργότερα-, είχαν ήδη συγκεντρωθεί σχηματίζοντας ένα κύκλο μπροστά από κάποιον υπεύθυνο -φαντάζομαι- ο οποίος τους εξηγούσε σε σπαστά αγγλικά, ότι θα έπρεπε μην σταθούν περιμένοντας εκεί -στο λιμεναρχείο- αλλά να συνεχίσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν προς το Βαθύ –την πρωτεύουσα του νησιού-. Απόσταση 10 χιλιομέτρων –όπως κατ’ επανάληψη τους ενημέρωσε πριν αποχωρήσει.
Την θέση του προϊσταμένου αυτού πήρε το επόμενο λεπτό ένας νεαρός λιμενικός (περί των 25 ετών), οποίος προσπάθησε με υπομονή, με άριστο -από πλευράς ευγενείας- τρόπο, χρησιμοποιώντας τα σπαστά –αγγλικά του να τους εξηγήσει εκ νέου όλα όσα ο προϊστάμενός του είχε πει.
Τα λόγια του ακολούθησαν μειδιάματα(!) και αρνήσεις ζωηρές.
Οι δύο νεαροί οι οποίοι κρατούσαν κινητά τελευταίας τεχνολογίας του αποκρίθηκαν ότι καταλάβαιναν μόνο Αραβικά, ‘’ΟΝLΥ ΑRΑΒ’’ -τα λόγια τους-, τα οποία επαναλάμβαναν συνεχώς κουνώντας το δάκτυλο σε κάθε προσπάθεια του νεαρού λιμενικού, ο οποίος δεν είχε ακούσει ότι προηγουμένως συνεννοούντο στα αγγλικά με τον προϊστάμενό του. Το μειδίαμα το δικό τους μετά τις προσπάθειες του νεαρού λκιμενικού μεταδόθηκε σε όλους τους ανθρώπους της ομάδας τους οι οποίοι τον ειρωνευόταν πλέον ανοικτά -στη γλώσσα τους- χαμογελώντας μεταξύ τους, αγγίζοντας το όριο της καζούρας στο πρόσωπο του ανθρώπου που προσπαθούσε ακόμα φιλότιμα να τους εξηγήσει.
Μετά από ώρα ο ένας εκ των δύο Σύρων –όπως αποκαλύφθηκε αργότερα- του απάντησε αγγλικά ότι πεινούσε και ότι δεν μπορούσε να πάει πουθενά και ότι θα καθόταν όλοι εκεί.
Δεν ήταν τα λόγια του –σε ωραία αγγλικά- αλλά ο τρόπος που τα εξέφραζε ο οποίος ήταν πλήρης απειλής! Είχε αυτούσιο το νόημα του ‘’τι θα μου κάνεις αν δεν φύγω. Πεινάω, δεν μπορώ να φύγω και μένω εδώ’’ !
Πράγματι ο νεαρός τι θα μπορούσε να του κάνει; Του είχε ήδη εξηγήσει –πολλές φορές- ότι ήταν μονάχος του στο γραφείο και ότι υπήρχε εντολή να μεταφέρονται όλοι στο Βαθύ.
Την επόμενη στιγμή ο ίδιος λιμενικός εξηγούσε -ακούραστος και υπερ του δέοντος υπομονετικός- για δέκατη(!) φορά το πού θα εύρισκαν συγκοινωνία ή ταξί.
Μην σας φανεί περίεργο, σε συγκοινωνία δεν έμπαιναν. Για ταξί ενδιαφερόταν. Ρωτούσαν κιόλας για πιάτσα!
Πέραν όλων έμαθα ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι Σύριοι -και όχι μόνο- που έρχονται στη χώρα μας πληρώνοντας αδρά τους Τούρκους, γνωρίζουν ακόμα και ονόματα υπευθύνων. Στην Ελλάδα βεβαίως. Έχουν στα κινητά τους όσες φωτογραφίες χρειάζονται ώστε να περιηγηθούνε γνώριμα, και σίγουρα χωρίς αμφιβολίες, στα μέρη που πρόκειται να διακινηθούν. Γνωρίζουν τα πάντα για τις αποστάσεις, για τις συγκοινωνίες, τα ταξί, και τους ανθρώπους. Για τις μεταγωγές τους και τους τρόπους ελιγμού τους μέσα στη χώρα μας.
Θα συμφωνήσω –όπως ανέφερα και στην αρχή του άρθρου- ότι είναι άνθρωποι ξεριζωμένοι και ότι έχουν την ανάγκη της φιλοξενίας μας. Θα αναγνωρίσω ακόμα ότι εμείς ως λαός ευγενής θα πρέπει να τους παρέξουμε όλα εκείνα που μπορούμε αλλά δεν είναι δυνατόν να δεχθώ ως υποχρέωση δική μου από τον φιλοξενούμενο, τη φιλοξενία μου. Η φιλοξενία είναι αγαθό που παρέχεται, δεν απαιτείται. Καταδεικνύει πολιτισμό, διάθεση και δίνει χαρά η κάθε προσφορά σε ανήμπορο. Όμως όταν κάνεις το τραπέζι σε κάποιον του προσφέρεις εκείνο που προαιρείσαι και εκείνος ευχαριστεί. Κάποιοι νόμοι είναι άγραφοι και αμφίδρομοι…
Δεν είναι δυνατόν να δεχθώ ως απαίτηση την ανοχή των παπουτσιών τους στο κρεβάτι μας. Ο κάθε επισκέπτης οφείλει να δεχθεί την επιθυμ/ία του οικοδεσπότη.
Δεν χρειαζόμαστε ως λαός τίποτα άλλο από ένα χαμόγελο. Γεννηθήκαμε φιλότιμοι αλλά όχι βλάκες.
Οι λαοί της ανατολής (με πρώτους τους Τούρκους) έχουν εκείνο της πονηριάς του χωριάτη. Βλέπουν την ευγένεια ως αδυναμία και προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν.
Όλοι οι μετανάστες προφανώς και δεν είναι όμοιοι. Ασφαλώς και δεν έχουν όλοι τις ίδιες ανάγκες. Αυτό είναι σαφές. Χρειάζεται λοιπόν ένας διαχωρισμός εκείνων που μπορούν και εκείνων που όχι.
Δεν μπορούν, οι όποιοι, όταν πληρώνουν 2000+ ευρώ να περάσουν -ή να πνιγούν- στη θάλασσα από Τουρκία προς Ελλάδα να διαμαρτύρονται για τα 60 ευρώ εισιτηρίου (με πλήρη γεύματα) στο καράβι που τους μεταφέρει με ασφάλεια -όπου απαιτείται-, ούτε οι δημοσιογράφοι κολακεύοντας τη κακή πλευρά μας να επικρίνουν διαρκώς χωρίς να επι της ουσίας να γνωρίζουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του λιμενικού που πληρώνονται με 700 περίπου ευρώ… την ίδια στιγμή που είναι δεδομένο ότι οι συγκεκριμένοι μετανάστες έχουν πολλά χρήματα. Και καλά κάνουν δικά τους είναι. Το κακό είναι ότι απαιτούν -ως να μην έχουν πονηριά- στο έπακρο φερόμενοι.
Το καλύτερο ίσως θα ήταν να εφαρμοσθεί (αφ’ ης στιγμής όλοι -οι μετανάστες- γίνονται αποδεκτοί –καλώς ή κακώς δεν μας ενδιαφέρει-) η πρόταση που ειπώθη από κάποιους: Να δρομολογηθεί γραμμή μεταναστών Τουρκία-Ελλάδα με εισιτήριο π.χ. 500 ευρώ. Ήδη ακούω κάποιους να μιλούν για εκμετάλλευση. Θυμίζω ότι στην παρούσα φάση δίνουν μερικές χιλιάδες… Θα συμφωνήσω εάν επιμείνετε να τους φέρνουμε δωρεάν ΜΟΝΟ εάν πιστεύετε ότι θα σταματήσουν να απαιτούν και να μας κοιτούν ως να είμαστε υποχρεωμένοι δια την καλοπέρασή των.
Μην σας φανεί περίεργο εάν δει τη δημοσιότητα η είδηση, ότι κάπου στα παράλια της γείτονος υπάρχουν στρατόπεδα όπου διαχωρίζουν τους μετανάστες ανάλογα με τα χρήματα που διαθέτουν και τους διοχετεύουν αναλόγως. Ούτε να παραξενευτείτε εάν ακούσετε ότι έρχονται μετανάστες ακόμα και με γιοτ πληρώνοντας μέχρι και 10000 ευρώ έκαστος. Λίγοι, ελάχιστοι θα συμφωνήσω, όμως το κάνουν και το σίγουρο είναι ότι μονάχα αυτοί δεν απαιτούν διότι προφανώς βαριούνται. Αφήνουν το χρήμα να μιλήσει για αυτούς. Όλοι οι υπόλοιποι, οι απλοί πολίτες της χώρας τους που θα έπρεπε να μας ευχαριστούν μας δείχνουνμε δάκτυλο που κουνιέται. ΑΠΑΙΤΩΝΤΑΣ, όχι να απορρέοντα από τους διεθνείς κανόνες, αυτά τους τα παρέχουμε κατά το δυνατόν, αλλα και για όλα όσα περισσότερα μπορούν…
politisg