Με μια συζήτηση-οπερέτα και φαστ-τρακ στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής επιχειρεί ο υπουργός Παιδείας να τελειώσει με το σχέδιο «Αθηνά». Καθόλου, λοιπόν, δεν…
Η υποκρισία του κοινοβουλευτικού συρφετού των κομμάτων που ψήφισαν με χέρια και πόδια το νόμο Διαμαντοπούλου (ν.4009/2011) και στη συνέχεια το νόμο Αρβανιτόπουλου (ν.4076/2012) ξεπέρασε κάθε όριο. Από τα μικρόφωνα παρήλασε όλος ο καλός κόσμος, που πρωτοστάτησε στην ψήφιση των παραπάνω νόμων, που βάζουν ταφόπλακα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, για να κατακρίνει τον Αρβανιτόπουλο ότι δεν εφάρμοσε «οριζόντια» τα «αξιοκρατικά» «ακαδημαϊκά» κριτήρια που είχαν συμφωνηθεί αρχικά, ότι επέλεξε λίγο-πολύ μια αδιαφανή διαδικασία, αναθέτοντας σε εταιρία να κάνει την «αποτύπωση» της υπάρχουσας κατάστασης στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και παραγνώρισε (δεν τη ζήτησε ποτέ) τη γνώμη της ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας) και των εγκάθετων Συμβουλίων Διοίκησης, όπως προβλέπουν οι νόμοι Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου (αλήθεια τι διαφορετική γνώμη θα εξέφραζαν τούτα τα όργανα, όταν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο συστήθηκαν, να μετατρέψουν τα Ιδρύματα σε ΑΕ, να τα υποτάξουν πλήρως στην αγορά με γνώμονα την «ανταγωνιστικότητα» και την «ευελιξία»;).
Η συγκυβερνώσα ΔΗΜΑΡ, που «διαφωνεί», πλην όμως στηρίζει πάντα «με τα μπούνια» και ούτε που διανοείται να αποχωριστεί την κουτάλα της εξουσίας, ζήτησε από τον υπουργό Παιδείας να ξαναδεί τη διαδικασία, σύμφωνα με τα βήματα που πρότεινε η ίδια και να φέρει ένα νέο σχέδιο ΠΔ. Συγκεκριμένα πρότεινε για ορντέβρ να επανέλθει η βάση του 10 και να ακολουθήσει το κυρίως πιάτο των ευρύτατων «κοινοπραξιών» ΑΕΙ-ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων, ώστε τα Ιδρύματα «να συνδιαχειριστούν τις υποδομές τους, να αξιοποιήσουν το εκπαιδευτικό προσωπικό, τα κτίρια, τα εργαστήρια… (και) με δεδομένο ότι υπάρχει πολύ σημαντικό πρόβλημα στο διορισμό νέων μελών ΔΕΠ… όλο αυτό το εκπαιδευτικό προσωπικό να αξιοποιηθεί οριζόντια στο εσωτερικό μιας κοινοπραξίας…». Κοντολογίς, πρότεινε σφαγή στους εισακτέους και συνέχιση της οικονομικής ασφυξίας των ΑΕΙ-ΤΕΙ με ταυτόχρονη υποβάθμιση των σπουδών και διαχείριση της φτώχειας με ψίχουλα και εκ των ενόντων.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι την επαναφορά της βάσης του 10 ζήτησε και ο Ταλιαδούρος, πρώην υφυπουργός Παιδείας των κυβερνήσεων της ΝΔ, επειδή, εκτός του πετσοκόμματος των εισακτέων, θα δημιουργήσει από μόνη της τις προϋποθέσεις για να μπει λουκέτο σε Τμήματα που ο αριθμός των κατ’ έτος εγγεγραμμένων φοιτητών είναι μικρότερος του 10% του αριθμού των εισακτέων επί πενταετία (άρθρο 17 του ν. 3749/2009).
Ο Ταλιαδούρος υπέδειξε επίσης την οδό της μεταβατικής περιόδου (διάρκειας ενός ή δύο ετών) για τους ήδη φοιτούντες στα ΑΕΙ-ΤΕΙ που απορροφώνται, που είναι πολύ πιθανόν να επιλεγεί στο τέλος από την κυβέρνηση. Ο λόγος είναι προφανής: να αποφευχθούν κατά το δυνατόν οι αντιδράσεις, να αποφευχθεί η συγκρότηση του φοιτητικού κινήματος σε μια γροθιά, ανεξάρτητα από το αν πλήττονται τώρα οι σχολές στις οποίες φοιτά και να πέσουν οι φοιτητές σε βαθύ ύπνο, αφήνοντας το υπουργείο ανενόχλητο να απεργάζεται τα σχέδιά του.
Ο πολύς ΣΥΡΙΖΑ, ακολούθησε την πεπατημένη οδό της «κωλοτούμπας». Από πολέμιος των νόμων Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου, πέρασε στην επίκληση της διάταξής τους για έκδοση γνώμης από την ΑΔΙΠ και τα Συμβούλια Διοίκησης. Στη συνέχεια, με παραδείγματα, που πραγματικά βγάζουν μάτι (και υποδεικνύουν εμμέσως και τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν στο σχέδιο «Αθηνά»), προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη ακαδημαϊκά κριτήρια στην απίστευτη κοπτοραπτική του υπουργείου Παιδείας. Για να καταλήξει: «Χρειάζεται εξορθολογισμός και αναβάθμιση. Υπάρχει περίπτωση να κλείσουν Τμήματα; Η απάντηση είναι, ναι. Υπάρχει περίπτωση να εγκατασταθούν σε άλλες πόλεις; Η απάντηση είναι, ναι. Υπάρχει περίπτωση να συγχωνευτούν; Η απάντηση είναι, ναι. Αυτό, πώς μπορεί να γίνει; Μπορεί να γίνει πρωτίστως μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα και σε οριζόντιο επίπεδο, ανάμεσα σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, ανάμεσα σε ομοειδή ΤΕΙ, έτσι ώστε να μας φέρουν μια ορθολογική πρόταση. Σε σύνδεση και σε συνάφεια με την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, στο πλαίσιο μιας περιφερειακής ανασυγκρότησης» (Τάσος Κουράκης).
Δηλαδή, στο πλαίσιο μιας άλλης πολιτικής διαχείρισης του καπιταλισμού, όπου ως εκ θαύματος θα ευημερούν και θα αναπτύσσονται οι «τοπικές κοινωνίες» (σαν αυτή που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι και πετύχει τη χρυσή ευκαιρία να αναρριχηθεί στην εξουσία), μπορεί να υπάρχει «εξορθολογισμός» του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με γνώμονα τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα (βεβαίως-βεβαίως ή μήπως όχι;), τα συμφέροντα της νεολαίας, την ποιότητα και αναβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τοποθετεί το στόχο αυτό στο μακρινό μέλλον, ούτε θεωρεί ως προϋπόθεση την ανατροπή του συστήματος και την κοινωνική αλλαγή. Αρκεί απλά μια «άλλη» πολιτική, στο πλαίσιο του συστήματος, όπου ως διά μαγείας θα εξαφανιστούν τα σταθερά και διαχρονικά συμφέροντα του κεφαλαίου, που είναι και ο πραγματικός κυβερνήτης, για συνεχή και μεγαλύτερη εξειδίκευση των πανεπιστημιακών σπουδών, για τον ευτελισμό τους για τη μεγάλη μάζα των φοιτούντων και τη δημιουργία «θυλάκων αριστείας» μόνο για μια ελίτ, θα εξαλειφθούν οι συντεχνιακές συμπεριφορές του πανεπιστημιακού κατεστημένου, που δεν είναι άμοιρο ευθυνών, στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλες τις αρχικές διακηρύξεις του, μπήκε στη συζήτηση για τη συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όταν και το μαχαίρι και το πεπόνι το έχει η άρχουσα τάξη, αλλά και τα αφεντικά της τρόικας, προς τα οποία έχουν δοθεί διαβεβαιώσεις (είναι ήδη ψηφισμένες με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Στρατηγικής 2012-2015) για συγκεκριμένες περικοπές στις δαπάνες μέσω των συγχωνεύσεων-καταργήσεων ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Και ανάγει, μάλιστα, σε μείζον ζήτημα, λες και θα αλλάξει κάτι επί της ουσίας, τη συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής, ενώ δεν αποδέχεται τη διαδικασία της έκδοσης απλού ΠΔ, που αναγνωρίζει απλά μια συζήτηση στο πλαίσιο της Επιτροπής των Μορφωτικών Υποθέσεων (η έκδοση ΠΔ προβλέπεται από τους νόμους 4009 και 4076).
Κατά τα άλλα, οι βουλευτάδες που πήραν το λόγο, περιορίστηκαν αποκλειστικά στον εκθειασμό των Ιδρυμάτων που λειτουργούν στην εκλογική τους περιφέρεια, εξασκώντας με επιτυχία το ρόλο του ψηφοθήρα.
Ολο τούτο το διάστημα που κορυφώνεται η διαδικασία της στημένης «διαβούλευσης» και βαίνουμε προς την έκδοση του ΠΔ, πλήθος είναι πια οι αντιδράσεις από σπουδαστές και φοιτητές και από τις διοικήσεις των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, που απειλούνται με λουκέτο και υποβιβασμούς. Διαδηλώσεις, καταλήψεις λουκέτα επ’ αόριστον, αλλά και απεργίες πείνας. Στο χορό έχουν μπει και δημαρχαίοι και τοπικοί παράγοντες.
Οι αντιδράσεις αυτές, όμως, είναι αποσπασματικές. Περιορίζονται «στα του οίκου τους», προσπαθούν να αναδείξουν την αδικία που υφίστανται τα Ιδρύματά τους, με βάση τις ίδιες τις υποκριτικές δηλώσεις του Αρβανιτόπουλου για τα κριτήρια που υιοθετήθηκαν (π.χ. βαθμολογία εισακτέων, αριθμός μελών ΔΕΠ, αξιολόγηση των Ιδρυμάτων και κατάταξή τους σε διεθνείς λίστες, σύνδεση με την «παραγωγική φυσιογνωμία της περιοχής», κ.λπ.). Από την άλλη, οι φοιτητές και το καθηγητικό προσωπικό των Τμημάτων που δε θίγονται, παραμένουν αδρανείς, θεατές των γεγονότων. Κρύβουν σαν τη στρουθοκάμηλο το κεφάλι τους στο χώμα, μη θέλοντας να αντιληφθούν ότι το σχέδιο της προκρούστειας συρρίκνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα έχει και συνέχεια και ότι αποτελεί μεγάλο πλήγμα, αφού μοναδικός του σκοπός είναι η δραστικότατη περικοπή των δαπανών για ένα δημόσιο αγαθό, την Παιδεία, η υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών (που ως στόχος έρχεται από πολύ μακριά, από την κακόφημη διακήρυξη της Μπολόνια) και η υποταγή τους στην αγορά και το χτύπημα της ιστορικά διαμορφωμένης τάσης της νεολαίας της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση (στην οποία μεθαύριο μπορεί να ανήκουν τα παιδιά και τ’ αδέρφια τους).
Σίγουρα, το κίνημα βρίσκεται πολύ πίσω απ’ τις ανάγκες των καιρών. Τούτη τη στιγμή, που το δημόσιο Πανεπιστήμιο στραγγαλίζεται οικονομικά, οδηγείται σε ασφυξία, εξαναγκάζεται με βίαιο τρόπο να συμπεριφερθεί ως επιχείρηση στην οποία πρέπει να επικρατεί η σιωπή των αμνών, αναζητά «χορηγούς» και «πελάτες» για να επιβιώσει, που η γνώση εμπορευματοποιείται και γίνεται προνόμιο όλο και λιγότερων, που τα μαγαζιά των κολεγίων καιροφυλακτούν να καλύψουν το κενό, τη στιγμή που σε ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνία επιβάλλεται με το κνούτο μια απίστευτη «κινεζοποίηση», είναι ανάγκη όσο ποτέ να εγερθεί επιτέλους ένα μαζικό, μαχητικό, διεκδικητικό φοιτητικό κίνημα.
Που θα απορρίπτει κάθε «διαβούλευση» με τα σκυλιά, αλλά και τα γατάκια των αφεντικών. Που θα απορρίπτει συνολικά το σχέδιο «Αθηνά». Και θα απαιτεί Ενιαία Πανεπιστημιακή Μόρφωση για όλους, Δουλειά για όλους.
ΥΓ: Το νεοναζιστικό μόρφωμα, κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, τάχθηκε υπέρ των συγχωνεύσεων «με ακαδημαϊκά κριτήρια». Δεν παρέλειψε δε, να καταφερθεί ενάντια στις φοιτητικές παρατάξεις, εκφράζοντας το μίσος του, στην ουσία, για την οργανωμένη μορφή του φοιτητικού κινήματος. Και έδειξε ότι ενοχλείται βαθύτατα ιδιαίτερα από το μαχητικό, ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα, κατακρίνοντας τα «σκληρά και βίαια επεισόδια» που λαμβάνουν χώρα στα Πανεπιστήμια (προφανώς, σαν αυτά που ματαίωσαν τις εκλογές των κακόφημων Συμβουλίων διοίκησης, που έχουν αναλάβει εργολαβικά τη μετατροπή του Πανεπιστήμιου σε ΑΕ).
Γιούλα Γκεσούλη
Use Facebook to Comment on this Post