Τις προηγούμενες ημέρες, το ΔΝΤ, σε ειδικό κεφάλαιο που αφορά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα μέλη της Ευρωζώνης, χαρακτηρίζει ως προτεραιότητα για την Ελλάδα τη βελτίωση της “ελαστικότητας” στην αγορά εργασίας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος…
Αναφορικά με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με όλες τις μελέτες, η Ελλάδα, ενώ συγκαταλέγεται στις χώρες με τη χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος από εργασία, έχει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, που, βεβαίως, δεν συνοδεύονται από την αντίστοιχη ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία, εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο.
Το ΔΝΤ, με την πρότασή του, προσδοκά, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις, να μειωθεί το μη μισθολογικό εργοδοτικό κόστος. Και προς εξισορρόπηση των απωλειών – που προφανώς θα έχουν τα Ταμεία – θα πρέπει, κατά το ΔΝΤ να βρεθούν άλλες λύσεις, όπως η αύξηση κάποιων έμμεσων φόρων.
Η απάντηση, όμως, μπορεί να βρεθεί μέσα από την αντιμετώπιση ενός ζοφερού για την οικονομία, αλλά και την κοινωνία, προβλήματος, την αδήλωτη εργασία. Την ώρα κατά την οποία τα Ταμεία βρίσκονται στη δίνη της μεγάλης ύφεσης που περνά η χώρα, καθίσταται απαίτηση η Κυβέρνηση να εκπονήσει και να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πάταξης της αδήλωτης εργασίας. Στη χώρα μας η αδήλωτη εργασία εκτιμάται ότι κινείται μεταξύ 26% και 33%, ποσοστό που ανεβαίνει κατακόρυφα σε κλάδους με εποχιακή απασχόληση. Με βάση δε ημι-εμπειρικούς υπολογισμούς η ετήσια απώλεια των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από την αδήλωτη εργασία ξεπερνά τα 2 δις ευρώ. Στις ανωτέρω απώλειες δεν υπολογίζονται αυτές όπου οι επιχειρήσεις παρακρατούν τις ασφαλιστικές εισφορές, αλλά δεν τις αποδίδουν στους ΦΚΑ.
Είναι εύκολα συναγόμενο συνεπώς ότι η αδήλωτη εργασία είναι ένα σοβαρό θέμα με δραματικές προεκτάσεις, τόσο για την οικονομία της χώρας μας, όσο και για την καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων και ασφάλειας και υγείας στην εργασία, ενώ παράλληλα «θρέφει» τον αθέμιτο ανταγωνισμό, πλήττοντας την υγιή επιχειρηματικότητα. Τα μέχρι σήμερα ευχολόγια δεν φαίνεται να αποδίδουν και οι όποιες απόπειρες αντιμετώπισης του φαινομένου έγιναν δεν είχαν συνέχεια και τελικά συνέπεια.
α) Να προχωρήσει άμεσα στην ενεργοποίηση του νομοθετημένου θεσμού της Κάρτας Εργασίας με στοχευμένη εφαρμογή σε επιχειρήσεις υψηλής παραβατικότητας και βασιζόμενη στο κίνητρο έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών, υπό τις προϋποθέσεις της συνεπούς καταβολής τρεχουσών εισφορών και της ρύθμισης κεφαλαιοποιημένων οφειλών παρελθόντων ετών.
β) Να μεριμνήσει για την ευρύτερη δημοσιοποίηση και επέκταση του θεσμού του εργοσήμου, ώστε να ενταχθεί στο ασφαλιστικό σύστημα το οικόσιτο προσωπικό, οι προσφέροντες υπηρεσίες κατ’ οίκον, οι εργάτες του πρωτογενούς τομέα και οι περιστασιακά εργαζόμενοι.
γ) Να ενισχύσει ουσιαστικά και να αναβαθμίσει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), έναν γίγαντα σε νάρκη, και, παράλληλα, να δομήσει ένα ακριβές και λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας και αλληλοενημέρωσης με τους υπόλοιπους ελεγκτικούς μηχανισμούς και κυρίως την ΕΥΠΕΑ. Να θέσει στην υπηρεσία των ελεγκτικών μηχανισμών τη χρήση εργαλείων όπως τη στατιστική απεικόνιση, ένα βοήθημα για ακριβέστερη στόχευση, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στους κλάδους όπου το φαινόμενο παρουσιάζεται αυξημένο.
δ) Τέλος, θα πρέπει να έχει το σθένος να παραμείνει συνεπής στις όποιες τομές έχουν επιχειρηθεί να γίνουν, χωρίς να οπισθοχωρεί σε συντεχνιακά ή άλλα συμφέροντα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και μάλιστα με βαρύγδουπες εξαγγελίες εν μέσω θέρους και ταυτόχρονα να καταργούμε διατάξεις που, έστω και με αφετηριακή αρχή τις μνημονιακές επιταγές, κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της οριστικής ρήξης με ιδιοτελή, κερδοσκοπικά συμφέροντα που λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων και της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Οι στοχευμένες αυτές ενέργειες σε συνδυασμό με το τρίπτυχο για α) στήριξη της νόμιμης εργασίας μέσω της διατήρησης θέσεων εργασίας και της δημιουργίας νέων, β) γενικότερη αναμόρφωση της πολιτικής παροχής κοινωνικών επιδομάτων με βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους και γ) διασφάλιση ρυθμισμένων εργασιακών σχέσεων ανεξαρτήτως μορφής εργασίας, αποτελούν το «κλειδί» που θα ανοίξει διεξόδους από το νοσηρό φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας.
Όσον αφορά στο δεύτερο σχόλιο του ΔΝΤ, σχετικά με τη λήψη πρόσθετων μέτρων για να μειωθεί το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας, επαναφέρεται ουσιαστικά στο τραπέζι η συζήτηση που είχε ανοίξει πριν από περίπου έναν χρόνο η Κ. Λαγκάρντ, όταν είχε δηλώσει ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω μείωσης του κατώτερου μισθού, φέρνοντας, μάλιστα, ως παράδειγμα το τι συμβαίνει στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία ή στη Λετονία.
Ενώ είναι θεωρητικά εύλογη η στόχευση του Μνημονίου-2 για μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η συγκεκριμένη διατύπωση του στόχου αυτού αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνείας, σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες. Επισημαίνεται ότι η προτεινόμενη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% δεν σημαίνει απαραίτητα την ανάλογη μείωση του μέσου κόστους εργασίας κατά 15%, αλλά τη μείωση του πηλίκου κόστους/παραγωγικότητας κατά 15%. Η πλήρης απουσία της λέξης «παραγωγικότητα» από το κείμενο της συμφωνίας, σε συνδυασμό με τη ρητή αναφορά σε μέτρα μείωσης του κόστους εργασίας, έδωσε την εντύπωση ότι η παραγωγικότητα παραγνωρίζεται ως συντελεστής του μοναδιαίου κόστους εργασίας, και ότι όλη η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας αναμένεται να προέλθει από τη μείωση του κόστους εργασίας.
Στην έκδοση “Νομισματική Πολιτική 2012 -2013” της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρεται ότι το 2012 το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκε κατά 8,1%. Το 2013 εκτιμάται ότι, για τέταρτο συνεχές έτος, η μείωση θα συνεχιστεί κατά 7,8% στο σύνολο της οικονομίας και κατά 8,2% στον επιχειρηματικό τομέα, αντανακλώντας, έτσι, σημαντική μείωση των μέσων αποδοχών, μεγαλύτερη από το 2012, και πολύ μικρή μείωση της παραγωγικότητας. Εξάλλου, το 2014, καθώς θα αρχίζει, ευελπιστούμε, η ανάκαμψη της οικονομίας, προβλέπεται ότι το κόστος εργασίας θα μειωθεί κατά 0,7% στο σύνολο της οικονομίας, ενώ στον επιχειρηματικό τομέα ενδέχεται να αυξηθεί ελάχιστα κατά 0,3%, αντανακλώντας σχεδόν αποκλειστικά την αναμενόμενη αύξηση του μέσου χρόνου εργασίας.
Με βάση τους ανωτέρω υπολογισμούς, ο στόχος του Μνημονίου, που υιοθετήθηκε με τον ν. 4046/12, για μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 15% την τριετία 2012-2014 εκτιμάται ότι θα υπερκαλυφθεί, καθώς η σωρευτική μείωση την εν λόγω τριετία αναμένεται να φθάσει το 19,2%. Τόσο το 2012 όσο και φέτος η μείωση των αποδοχών των μισθωτών έχει επηρεαστεί καθοριστικά από τις σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και, βεβαίως, από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης σε αυτήν.
Οι ανωτέρω εξελίξεις καταδεικνύουν ότι τώρα είναι η ώρα της ευθύνης για όλους, πολιτικούς, επιχειρηματίες, πολίτες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια μείωσης μισθών. Αυτός ο κύκλος έκλεισε και ο μόνος δρόμος που έχει μείνει ανοικτός είναι αυτός των διαρθρωτικών αλλαγών. Από εδώ και στο εξής η όποια απαίτηση για μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας μπορεί να επιτευχθεί με μηδενική μείωση του μέσου κόστους εργασίας, εάν στο ίδιο διάστημα αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας κατά ποσοστό % ίσο με αυτό της επιθυμητής μείωσης. Κάτι τέτοιο είναι βέβαια πολύ δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο.
Προκειμένου να γίνει κατανοητή η ανωτέρω πρόταση θα υποθέσουμε ότι θεωρητικά υπήρχε η δυνατότητα να μειώσουμε το κόστος εργασίας κατά 15% με την προτεινόμενη μεθοδολογία, δηλαδή με τον παρονομαστή του κλάσματος που συνθέτει το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειωμένο κατά 12%. Εάν μειωθεί ο αριθμητής του κλάσματος κατά 3%, τότε το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώνεται κατά 15%.
Με λίγα λόγια η στόχευση είναι το πρωτεύον αν θέλουμε να επανεκκινήσουμε την οικονομία μας. Στόχευση στην απαγκύλωση από το προφανές και στην ενασχόληση με το ακόμα πιο προφανές που επιμένουμε να αγνοούμε. Πάταξη των φαινομένων που μας κρατούν αλυσοδεμένους στο παρελθόν και επένδυση στην αύξηση της παραγωγικότητας που μπορεί να απογειώσει μια οικονομία που μέχρι σήμερα βολοδέρνει στους διαδρόμους αναποφάσιστων ή ευμετάβλητων κυβερνώντων.!
-Ο κος Μ. Χάλαρης είναι Δρ Χημικός, έχει διατελέσει Ειδικός Γραμματέας ΣΕΠΕ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Χημικών.