xOrisOria News

μια καλή κουβέντα αρκεί

Είναι γνωστός ο πανικός που επικρατεί τα πρωινά στην εφορία και γενικά στα πολυσύχναστα γραφεία των δημοσίων υπηρεσιών. Δεν γνωρίζω αν αυτό συμβαίνει σε….

τέτοιο βαθμό παντού, πάντως στην Δράμα το να πας και να τελειώσεις δουλειά σου σε μια μέρα αποτελεί “περίπτωση λαχείο”. Και επιπλέον, δυστυχώς, κάποιες φορές τυχαίνουμε σε υπαλλήλους που δεν είναι ιδιαίτερα εξυπηρετικοί. Έτυχε λοιπόν κάποια μέρα, να πάμε με τον πατέρα μου στην εφορία, για να πάρουμε ένα χαρτί. Ήταν μόνο ένα χαρτί, και όμως με ταλαιπωρούσαν τρεις μέρες γι’ αυτό.

Η ουρά, έξω από το γραφείο 105, ήταν τεράστια, κι έτσι περιμέναμε, ώσπου μετά από ένα εικοσάλεπτο περίπου μπήκαμε μέσα. Πίσω από το γραφείο καθόταν μια κατσουφιασμένη κυρία, με γυαλιά, εμφανώς νευρική. Ήταν η ίδια κυρία που δεν με είχε εξυπηρετήσει σωστά την προηγούμενη φορά, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά μάλλον γιατί δεν ήθελε. Ούτε σήκωσε το κεφάλι της να μας χαιρετήσει όταν μπήκαμε, ή απλά να μας κοιτάξει. Απλά μας ρώτησε τι θέλουμε κι εγώ της εξήγησα. Πήρε βαριεστημένα τα χαρτιά που της έδωσα και κάτι άρχισε να πληκτρολογεί στον υπολογιστή που βρισκόταν μπροστά της. Ήξερα ότι θα με έστελνε για μια ακόμα φορά και σε κάποιο άλλο γραφείο… κλασικά.

Ο πατέρας μου είναι γνωστός για την επικοινωνία του με τους ανθρώπους, και ξέρει να “σπάει τον πάγο” σε κάθε περίπτωση. Έτσι η συζήτηση που ακολούθησε δεν μου έκανε και μεγάλη εντύπωση…
– “Κάνετε πολύ καλά την δουλειά σας”, είπε στην υπάλληλο, η οποία συνέχισε να ασχολείται με τον υπολογιστή μπροστά της.
– “Με δουλεύετε κύριε; Εδώ κοιτάμε πως και πως να τελειώσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, όσο πιο πολλά μπορούμε. Και όλα αυτά μέσα στο άγχος! Κι έρχονται και μας την λένε κιόλας ότι δεν κάνουμε καλά την δουλειά μας! Ε, βέβαια, μετά με τι κουράγιο να την κάνουμε καλά!” διαμαρτυρήθηκε η υπάλληλος.
– “Έχετε απόλυτο δίκιο” απάντησε ο μπαμπάς μου, “πέσανε κι εσάς όλοι πάνω σας. Άλλους πρέπει να κατηγορούμε και τώρα μας φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μάλλον δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που κάνετε εδώ δεν είναι απλό. Θέλει υπομονή να κάθεσαι εδώ, πίσω από ένα γραφείο, τόσες ώρες και να πρέπει να αντιμετωπίσεις και τον κάθε χωριάτη, και το λέω μεταφορικά γιατί κι εγώ από χωρίο είμαι, να σου λέει τα δικά του”.
Τότε η υπάλληλος σταμάτησε να πληκτρολογεί στον υπολογιστή. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον πατέρα μου, με ένα ύφος απορίας.
– “Δεν ήξερα ότι υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμούν αυτό που κάνουμε εδώ”, δήλωσε και τότε ο πατέρας μου της είπε:
– “Μα και βέβαια! Αν δεν ήσασταν εσείς, σκεφτείτε, τι θα κάναμε; Γι΄αυτό, αφήστε τους διάφορους επιτήδειους να λένε ότι θέλουν. Να ξέρετε ότι κατά βάθος οι ίδιοι τους γνωρίζουν καλά το πόσο χρήσιμη είστε. Αλλά ξέρετε τώρα, σε μια δύσκολη εποχή, ο καθένας με τα προβλήματα του… Απλά πρέπει να μάθουμε σ’ αυτήν την κοινωνία, επιτέλους να συνεργαζόμαστε μεταξύ μας. Και όσο για σας, καμιά φορά αν κάτι δεν πάει καλά, ή κάποιος είναι έτοιμος να σας πει κάτι κακό, απλά χαμογελάστε. Είναι η καλύτερη αντιμετώπιση, σε κάθε περίπτωση”!
Η υπάλληλος άκουγε πολύ προσεκτικά τον πατέρα μου. Φαινόταν να κρέμεται από τα χείλη του.
– “Χαμόγελο, ε”; έκανε ενθουσιασμένη.

Προς μεγάλη μου έκπληξη παρατήρησα πως το πρόσωπο της τώρα δεν είχε καμία ομοιότητα με το πρόσωπο της κατσουφιασμένης υπαλλήλου που αντίκρισα μπαίνοντας στο γραφείο νωρίτερα. Θα έλεγα μάλιστα πως η συγκεκριμένη κυρία ήταν συμπαθητική.
Με όλα αυτά, είχε περάσει η ώρα. Η υπάλληλος μου έδωσε τα χαρτιά με τα οποία είχε ήδη τελειώσει. “Κανονικά, θα έπρεπε να σας στείλω σε ένα ακόμη γραφείο αύριο, να μου φέρετε ακόμη μια δήλωση, αλλά μπορώ να σας το κάνω κι εγώ μέσα από το σύστημα, για να μην τρέχετε κι εσείς. Θα μας πάρει μόνο δύο λεπτά, αν θέλετε να περιμένετε”…
Είχα ενθουσιαστεί με το πόσο θετική επίδραση είχαν τα λόγια του πατέρα μου, πάνω της και το κατά πόσο καλύτερη είχε γίνει πάνω στην δουλειά της.

Μέσα σε πέντε λεπτά είχαμε τελειώσει μια δουλειά που υπό άλλες συνθήκες ίσως να μου έπαιρνε ένα επιπλέον διήμερο για να την τελειώσω. Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, κι αφού τελειώσαμε η υπάλληλος μας χαιρέτησε, χαμογελαστή!
Ύστερα από λίγο ρώτησα τον πατέρα μου: “Μα πώς το έκανες αυτό; Κατάλαβες τι έγινε”;
Ο πατέρας μου με κοίταξε και χαμογέλασε: “Μα και βέβαια! Πολύ απλά, έβγαλα τον καλύτερο μου εαυτό, για να βγάλω και τον καλύτερο εαυτό της ξινής υπαλλήλου… που στην πραγματικότητα, το είδες κι εσύ, μόνο ξινή δεν ήταν! Μερικές φορές, παιδί μου, μια καλή κουβέντα αρκεί”

yannidakis.net

Use Facebook to Comment on this Post