Του Nίκου Βασιλειάδη
Σε μια εποχή που έμοιαζε και μοιάζει με τη σημερινή, υπήρξε μια κοινωνία που ζητούσε απελπισμένα σε κάτι να πιστέψει. Μια κοινωνία που έφερε πάνω της έντονο το χάραγμα της Φτώχειας της Πείνας και
της Δυστυχίας.. Οι πολίτες της ζώντας την εξαθλίωση και την απάτη που καθημερινά γινόταν σε βάρος τους από τους άρχοντες και τους δημαγωγούς μιας ανάπηρης δημοκρατίας, ήταν περιφερόμενα φαντάσματα μιας πόλης που πέθαινε, ελπίζοντας όμως σε μία κάποια λύση. «Μόνο τα περισσεύματα να μας έδιναν, όσα δεν είναι ακόμα χαλασμένα, θα λέγαμε πως μας φέρονται ανθρωπινά», ομολογεί ένας από τους πολίτες της, ένας από τον αμόρφωτο, προδομένο λαό, αυτό το «πολυκέφαλο πλήθος», κατά τον Σαίξπηρ, πρόθυμο να συγχωρεί και έτοιμο για μεγάλες θυσίες. Μια χώρα – φάντασμα, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, μια χώρα βυθισμένη μέσα σε ένα αφόρητο καθεστώς φόβου και ανασφάλειας που την οδήγησε εν πολλοίς η ανευθυνότητα του πλήθους όταν για χρόνια παρασυρόταν από ανήθικους κερδοσκόπους, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες.. Αυτή η πολιτεία του Σαίξπηρ είναι ένα σκληρό και βίαιο θέαμα που παίχτηκε στους δρόμους των ρημαγμένων ελληνικών πόλεων. Μια τραγική πορεία με πολλές ένοχες συνειδήσεις.
Βέβαια αντίθετα με τον Κοριολανό του Σαίξπηρ ο καθημαγμένος αυτός ελληνικός λαός αναζήτησε τον ήρωά του, έναν γενναίο στρατηγό που μπορεί να προσφέρει στην πατρίδα του πολλές νίκες, έναν ηγεμόνα πεισματάρη και γενναίο που θα κατέβει στην Αγορά, φορώντας «το τριμμένο ρούχο της ταπεινοσύνης» μπαίνοντας μπροστά από ένα πλήθος που είναι αποφασισμένο να πεθάνει «παρά να ψοφήσει της πείνας».
Ένας ηγέτης διαφορετικούς από τους άλλους Πατρίκιους, όπως για παράδειγμα ο Μενένιος Αγρίππας που με πονηριές και γαλιφιές, προσπαθεί να καθησυχάσει τον εξεγερμένο «όχλο», ή ο Γάιος Μάρκιος που ηδονίζεται να φτύνει κατάμουτρα την περιφρόνηση και το μίσος του στο πλήθος αναφωνώντας «Κρεμάστε τους!», κι εύχεται να είχε το ελεύθερο να τους σκοτώσει όλους μονομιάς με το σπαθί του, επειδή στην βαθειά ουσία τους φοβάται σαν ταξικούς-πολιτικούς αντιπάλους.
Φοβάται πως ο όχλος «θα το πάρει απάνω του», θα σηκώσει κεφάλι και θα στερήσει τους «μετρημένους διαλεχτούς» από τα προνόμιά τους, θα μπει ακόμα και στη Σύγκλητο και, τότε, «θα ορμάνε τα κοράκια και θα ραμφίζουν τους αετούς».
Ο Γάιος Μάρκιος που τυφλωμένος από την δίψα της εκδίκησης φτάνει να ξεπερνάει κάθε πατριωτικό συναίσθημα και οι κινήσεις υπαγορεύονται πλέον από την συμπεριφορά ενός πληγωμένου αγριμιού. Το ατομικό πάνω από το συλλογικό και δη υπό την επήρεια έπαρσης.
Ας προσέξει λοιπόν το πλήθος.Μπορεί να βρήκε τον γενναίο στρατηγό αλλά η τελική μάχη στα περίχωρα της πόλης ακόμη δεν δόθηκε. Ο Γάιος μαζεύει μεθοδικά γύρω του τους Ουλόσκους και προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά τους να επιτεθεί εναντίον της ..Ρώμης.
Εκεί ας γίνουμε όλοι η μητέρα πατρίδα Βολούμνια, η οποία συναντώντας τον προδότη πια γιό της δεν αγκαλιάζει, μα τον ρωτά να μάθει «αν αγκαλιάζει έναν εχθρό …ή έναν γιο της»
Use Facebook to Comment on this Post