Για περισσότερο από έξι δεκαετίες το DNA έχει γίνει αντικείμενο εκτενούς ερευνητικής δραστηριότητας. Φαίνεται όμως ότι απέχουμε πολύ από το να διαλευκάνουμε όλες τις….
πτυχές του και το μόριο της ζωής συνεχίζει να μας εκπλήσσει.
Μετά την πλήρη αποκωδικοποίησή του, θα περίμενε κανείς ότι οι ερευνητές γνωρίζουν το DNΑ σαν την παλάμη τους. Στο κάτω-κάτω η αποκωδικοποίηση, η οποία ολοκληρώθηκε στα πρώτα χρόνια του αιώνα που διανύουμε, δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα μιας σειράς ερευνητικών προσπαθειών οι οποίες κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αποκάλυψαν τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει το μόριο της ζωής και της κληρονομικότητας. Ολα όμως δείχνουν ότι το DNA κρατά ακόμη πολλά μυστικά και ότι 60 χρόνια εντατικής έρευνας δεν ήταν αρκετά για να τα αποκαλύψουν: μόλις τον περασμένο μήνα έκπληκτοι οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κωδική γλώσσα του DNA είναι διττή! Ναι, οι αλληλουχίες του DNA στις οποίες είναι εγγεγραμμένες οι πληροφορίες για τη σύνθεση των πρωτεϊνών μπορούν ταυτόχρονα να ελέγχουν και τις εντολές σχετικά με το πού και πότε θα συντεθούν αυτές οι πρωτεΐνες. Πώς μπορούν να υπάρχουν όμως δύο κώδικες στο ίδιο τμήμα του γενετικού υλικού; Και δεν υπάρχει «σύγκρουση συμφερόντων» ανάμεσά τους; Τα ερωτήματα που γεννώνται είναι τόσο πολλά και οι απαντήσεις είναι βέβαιον ότι θα επανασχεδιάσουν τον γενετικό μας χάρτη.
Το σπάσιμο του κώδικα αυτού είχε αρχίσει μερικές δεκαετίες πριν, όταν οι πρωτοπόροι της μοριακής βιολογίας αποδείκνυαν ότι κάθε τριπλέτα αυτού του κώδικα αντιστοιχούσε σε ένα αμινοξύ μιας πρωτεΐνης. Παραδείγματος χάριν, η τριπλέτα ATG είναι ο κωδικός για το αμινοξύ μεθειονίνη το οποίο τοποθετείται πάντοτε στην αρχή των πρωτεϊνών καθιστώντας την τριπλέτα αυτή τριπλέτα έναρξης του κωδικοποιημένου μηνύματος.
Ολοι οι δυνατοί συνδυασμοί για την τοποθέτηση των 4 γραμμάτων σε σειρά των τριών είναι 64 (43). Τα αμινοξέα όμως που υπάρχουν σε όλες μας τις πρωτεΐνες δεν είναι παρά μόνο είκοσι. Οπως λοιπόν διαπιστώθηκε πολύ νωρίς, ορισμένα αμινοξέα κωδικοποιούνται από περισσότερες τριπλέτες (παραδείγματος χάριν, το αμινοξύ ισολευκίνη κωδικοποιείται από τις τριπλέτες ΑΤΤ, ΑΤC και ATA), ενώ υπάρχουν και τρεις τριπλέτες που λειτουργούν ως κωδικοί λήξης του κωδικοποιημένου μηνύματος και κατ’ επέκταση της πρωτεϊνοσύνθεσης.
Η ύπαρξη περισσοτέρων του ενός κωδικών για ορισμένα αμινοξέα δεν ξένισε τους ερευνητές. Το αντίθετο! Ηταν μάλλον αναμενόμενη, καθώς παρέχει έναν βαθμό ελευθερίας που είναι ζωτικής σημασίας. Πολλές φορές λοιπόν ένα λάθος στην αντιγραφή του DNA μπορεί να μην έχει κανέναν αντίκτυπο στη δομή και στη λειτουργία της παραγόμενης υπό τις οδηγίες του πρωτεΐνης. Ετσι στο παράδειγμα της ισολευκίνης, ένα λάθος που θα μετέτρεπε το τρίτο γράμμα της τριπλέτας από Α σε Τ ή σε C δεν θα άλλαζε την οδηγία: και πάλι η πρωτεΐνη θα είχε ισολευκίνη στη δεδομένη θέση.
Στα πρώιμα χρόνια της μοριακής βιολογίας οι ερευνητές χώρισαν το DNA σε χρήσιμο (αυτό που περιείχε γονίδια, κωδικές αλληλουχίες για τη σύνθεση των πρωτεϊνών) και μη. Αυτό το δεύτερο το θεώρησαν τόσο άχρηστο ώστε το ονόμασαν σκουπίδι (junk DNA). Βαθμηδόν όμως κατάλαβαν ότι μακράν τού να είναι άχρηστο το DNA αυτό, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στα γονίδια, παίζει σημαντικότατο ρόλο λαμβάνοντας μέρος σε καίριες αποφάσεις σχετικά με το πότε και πού θα εκφραστεί ένα γονίδιο (και κατ’ επέκταση σε ποιον κυτταρικό τύπο και σε ποια χρονική στιγμή θα παραχθεί μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη). Αναγνωρίζοντας συγκεκριμένες αλληλουχίες (μήκους μεγαλυτέρου των τριών βάσεων) σε αυτό το DNA μόρια της πρωτεϊνοσυνθετικής μηχανής του κυττάρου προσδένονται πάνω του προκειμένου να επιτελέσουν τον ρόλο τους.
Ο αναπληρωτής καθηγητής κ. Γιάννης Σταματογιαννόπουλος
Μέχρι πρότινος λοιπόν τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: ένα μικρό μόνο μέρος των τριών δισεκατομμυρίων βάσεων του DNA μας είχε κωδικό ρόλο, αντιστοιχούσε δηλαδή στα περίπου 20.500 γονίδιά μας. Το υπόλοιπο εμπλεκόταν στη ρύθμιση της έκφρασης των γονιδίων, ενώ ένα μέρος του είχε και δομικό ρόλο. Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη των ερευνητών του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ των ΗΠΑ όταν διαπίστωσαν ότι οι «αρμοδιότητες» δεν ήταν τόσο ξεκάθαρες. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιστημών του Γονιδιώματος και Ιατρικής και επικεφαλής των ερευνών έλληνας βιολόγος Γιάννης Σταματογιαννόπουλος, «αυτός ο διαχωρισμός δεν αποδίδει πια την πραγματικότητα».
Τις περιοχές διπλής ανάγνωσης οι ερευνητές τις ονόμασαν duons (δυόνια, σε ελεύθερη απόδοση) και η ύπαρξή τους αλλάζει τη θεώρησή μας για τις γενετικές ασθένειες. «Ως σήμερα πιστεύαμε ότι μια μετάλλαξη που προκαλούσε αλλαγή στη σειρά αμινοξέων μιας πρωτεΐνης ευθυνόταν για την εμφάνιση μιας γενετικής ασθένειας. Τώρα θα πρέπει να επανεξετάσουμε τον ρόλο αυτής της μετάλλαξης και στην έκφραση των γονιδίων. Με άλλα λόγια, η μετάλλαξη ευθύνεται μεν για την εμφάνιση της νόσου αλλά αυτό διαμεσολαβείται ίσως μέσω της επίδρασής της στην έκφραση των γονιδίων και όχι στην αλλαγμένη πρωτεΐνη» σημείωσε ο κ. Σταματογιαννόπουλος.
ΕΞΕΛΙΞΗ
Ακολουθώντας το νήμα της ζωής
Μία από τις εντυπωσιακότερες στιγμές σε ένα εργαστήριο βιολογίας είναι η απομόνωση του DNA ενός οργανισμού: λίγες σταγόνες αίμα ή μερικά φύλλα ενός φυτού, ένζυμα που θα σπάσουν τα κυτταρικά τοιχώματα και εκχυλίσεις που θα απομακρύνουν τα λιπίδια και τις πρωτεΐνες των κυττάρων, και η πολυπόθητη στιγμή φθάνει. Το DNA παρουσία άλατος και αιθανόλης κατακρημνίζεται στον πυθμένα του δοκιμαστικού σωλήνα δημιουργώντας ίνες που χορεύουν στα κύματα της αλκοόλης. Η δημιουργία ινών που είναι ορατές με γυμνό μάτι δεν είναι τυχαία. Το DNA είναι ένα γραμμικό μεγαλομόριο το οποίο μέσα στα κύτταρά μας είναι, τον περισσότερο καιρό, πολύ σφιχτά πακεταρισμένο.
Αυτή η γραμμική εικόνα του DNA, η οποία με ακολουθεί από το πανεπιστήμιο (τότε που στα εργαστήρια του μαθήματος της Μοριακής Βιολογίας οι φοιτητές βλέπουν επιτέλους την «πρώτη ύλη» των σπουδών τους), έχει γεννήσει στο μυαλό μου μιαν άλλη: αν σκεφθεί κανείς ότι ο καθένας από εμάς περιέχει DNA από τον πατέρα του και τη μητέρα του, και εκείνοι με τη σειρά τους το DNA των δικών τους γονέων, μπορεί να φανταστεί ότι όλοι οι άνθρωποι, ζώντες και μη, είμαστε συνδεδεμένοι με μιαν αόρατη κλωστή, αυτήν που κληρονομούμε από τους γονείς μας και την κληροδοτούμε στα παιδιά μας. Αν επεκτείνει κανείς αυτή τη νοητή κλωστή στο παρελθόν, θα φθάσει σε μια πρώτη διακλάδωση, στον κοινό πρόγονο του ανθρώπου με τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά. Αν συνεχίσει τη διαδρομή, έπειτα από συνεχείς διακλαδώσεις θα φθάνει σε όλο και πιο απομακρυσμένους από εμάς μεν, απολύτως προγόνους μας δε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη για την ορθότητα της θεωρίας του Δαρβίνου από την ύπαρξη του DNA! Είτε προέρχεται από βακτήρια, είτε από άνθρωπο, είτε από φυτά είτε από θαλάσσιους οργανισμούς, απαρτίζεται πάντοτε από τα ίδια τέσσερα γράμματα και λειτουργεί πάντοτε ως ο κώδικας στον οποίο είναι γραμμένη η συνταγή για τη δημιουργία ενός νέου ατόμου.
O δρ Αντυ Μπαξεβάνης
Εκμεταλλευόμενοι ακριβώς αυτή τη γραμμική συνέχεια των ειδών, οι ερευνητές εξάγουν πολύτιμα συμπεράσματα συγκρίνοντας το γενετικό υλικό τους. Αυτό έκανε πρόσφατα και η ομάδα τού ελληνικής καταγωγής βιολόγου Ανδρέα (Αντυ) Μπαξεβάνη, ο οποίος ηγείται της Μονάδας Υπολογιστικής Γενομικής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (National Institutes of Health, NIH) των ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, η ερευνητική ομάδα συνέκρινε το γονιδίωμα του κτενοφόρου Mnemiopsis leidyi (ενός θαλάσσιου οργανισμού του Ατλαντικού που μοιάζει αλλά δεν είναι μέδουσα) με είδη αντιπροσωπευτικά άλλων μεγάλων τάξεων και ξαναέγραψε την εξελικτική ιστορία μας.
Οπως αναφέρεται στο άρθρο της ερευνητικής ομάδας στην επιθεώρηση «Science» (13 Δεκεμβρίου 2013), τα ευρήματά τους όχι μόνο ρίχνουν τους σπόγγους από το βάθρο τους (θεωρούνταν ως οι πρώτοι πολυκύτταροι πρόγονοί μας), αλλά αποδεικνύουν και ότι η εξέλιξη δεν είναι μια γραμμική πορεία από το απλούστερο στο συνθετότερο. Ειδικότερα, ο κ. Μπαξεβάνης και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα κτενοφόρα (τα οποία πήραν το όνομά τους από τις χαρακτηριστικές δομές που τα βοηθούν στην κολύμβηση και οι οποίες μοιάζουν με χτένες) είναι αρχαιότερα από τους σπόγγους, παρά το γεγονός ότι οι σπόγγοι έχουν απλούστερη μορφολογία.
Ετσι, τα αρχαιότερα κτενοφόρα φέρουν νευρικό και μυϊκό σύστημα, το οποίο έχασαν οι μεταγενέστεροι σπόγγοι.
Από την αφάνεια σε κεντρικό ρόλο
1869 Ο ελβετός γιατρός Friedrich Miecher απομονώνει ένα πλούσιο σε φώσφορο υλικό από κύτταρα αίματος και αμέσως μετά από σπερματοκύτταρα σολομού. Το υλικό εντοπίζεται στον πυρήνα (nucleus) των κυττάρων και ο Miecher το ονομάζει νουκλεΐνη.