Eκδηλώσεις τιμής και μνήμης στον Ιερό Βράχο του Ζαλόγγου

Στον Ιερό Βράχο του Ζαλόγγου θα πραγματοποιηθούν την Κυριακή 11 Αυγούστου οι εκδηλώσεις τιμής στη μνήμη των Σουλιωτισσών που τον Δεκέμβρη του 1803 , κυνηγημένες από τον Αλή Πασσά προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό και να βρουν τραγικό θάνατο μαζί με τα παιδιά τους…
Οι εκδηλώσεις περιλαμβάνουν:
8.00 Επαρση Σημαίας στον Ιερό Βράχο του Ζαλόγγου
8.10 Θεία Λειτουργία στο Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου
10.00 Ανάβαση στον Ιερό Βράχο του Ζαλόγγου
10.15 Προσέλευση επισήμων στο χώρο του Μνημείου
10.40 Επιμνημόσυνη δέηση υπέρ πεσόντων
10.45 Κατάθεση Στεφανιών
10.00 Αναπαράσταση της Θυσίας
Εθνικός Υμνος, Λήξη Τελετής
Κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης θα είναι ο εκπαιδευτικός Κοσμάς Κοψάρης.
Μετά την λήξη της τελετής θα προσφερθούν αναψυκτικά στην πλατεία της Τ.Κ Καμαρίνας.


«Μύθοι» και «αλήθειες» για το Ζάλογγο. 8+1 Ιστορικές και περιηγητικές αναφορές.

Η πρόσφατη αναφορά της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ, Μαρίας Ρεπούση στον «Χορό του Ζαλόγγου» προκάλεσε νέα αντιπαράθεση μεταξύ του «ορθόδοξου» και «αναθεωρητικού» στρατοπέδου με περισσότερο πολιτικά παρά ιστορικά ελατήρια.Στα αποσπάσματα που ακολουθούν καταγράφονταο συνολικά 9 ιστορικές ή περιηγητικές αναφορές στο Ζάλογγο αλλά και το Σούλι. Κάποιες συμφωνούν μεταξύ τους, άλλες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Υπάρχουν εδώ από λυρικά έως εντελώς αιρετικά σχόλια.


Για εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς την ιστορική αλήθεια, δεν ενδείκνυνται. Δεν αρκούν επίσης για να γεφυρώσουν το χάσμα από την «ιερή αγανάκτηση» ως τον καταναγκασμό της αιρετικότητας. Ικανές είναι μόνον να μάς υπομνήσουν ότι οι διαφορές στην ιστορική καταγραφή είναι τόσο παλιές όσο και η ιστορία. Που, εν παρόδω ας ειπωθεί, δεν χωράει σε κανένα σχολικό εγχειρίδιο και ούτε εμπεδώνεται σε γιορτές.

Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους. Εκδοτική Αθηνών. 


Στις αρχές του 1803 η κατάσταση των Σουλιωτών επιδεινώθηκε. Ο Αλής είχε περισφίξει στενά το Σούλι και οι πολιορκημένοι υπέφεραν από έλλειψη τροφής και πολεμοφοδίων. Συγχρόνως ο πονηρός πασάς εκμεταλλεύτηκε τις εσωτερικές έριδες των αντιπάλων του, για να διασπάσει την ενότητά τους. Έστειλε λοιπόν τον Κίτσο Μπότσαρη στο Σούλι με προτάσεις συνδιαλλαγής, υπό τον όρο να αντικαταστήσει αυτός τον Φώτο Τζαβέλα στην αρχηγία. Ο Φώτος οργισμένος από τις προτάσεις αυτές εγκατέλειψε το χωριό του.

Αργότερα όμως δέχτηκε να συζητήσει με τον Αλή νέους όρους συνδιαλλαγής. Προϋπόθεση των συζητήσεων μες τους πολιορκημένους αυτή τη φορά ήταν ότι θα γινόταν ο Φώτος αρχηγός των Σουλιωτών. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής του Αλή ήταν να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις και να απομακρυνθούν και οι δύο ικανοί πολέμαρχοι Από το Σούλι.

Με τη βοήθεια ενός Σουλιώτη προδότη, του Πήλιου Γούση, ο Αλής κατέλαβε τη στρατηγική θέση του χωριού Αβαρίκο και κύκλωσε τους Σουλιώτες. Μερικοί τότε κατέφυγαν στον Λόφο του Κούγκι, όπου βρίσκονταν πολλά γυναικόπαιδα από την αρχή της πολιορκίας, και άλλοι στον λόφο της Μπίρας. Από τις οχυρές αυτές θέσεις οι πολιορκημένοι απέκρουσαν με σθένος τις επιθέσεις των Αλβανών. Στον λόφο του Κούγκι είχε κατασκευάσει ο θρυλικός μοναχός Σαμουήλ ένα μικρό φρούριο, από όπου αμύνονταν οι 400 περίπου υπερασπιστές του λόφου, ενώ η περισσότερο απόκρημνη Μπίρα αποτελούσε οχυρό απόρθητο για τους επιτιθέμενους.

Την 1η Νοεμβρίου η θέση των Σουλιωτών ήταν τραγική. Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου, ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας στην Επτάνησο Πολιτεία Μοτσενίγος έλαβε διαταγή από τον Ρώσο καγκελάριο κόμη Βοροντσώφ να δαπανήσει όσα χρειάζονταν για τη διάσωση του Σουλίου. Ήταν όμως πια πολύ αργά.
 Εξαντλημένοι από την πείνα, τις κακουχίες και από τις αρρώστιες, ορισμένοι άνδρες της φρουράς έκαναν γιουρούσι με τα γιαταγάνια στο χέρι, διέσπασαν τον κλοιό των πολιορκητών και σώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι, ύστερα από απελπισμένη άμυνα μερικών ημερών, παραδόθηκαν με τον όρο να αποσυρθούν με τα όπλα τους ελεύθεροι εκεί όπου θα επιθυμούσαν (12 Δεκεμβρίου 1803). 
Ο καλόγερος όμως Σαμουήλ, που με πέντε συντρόφους του είχαν μείνει τελευταίοι για να παραδώσουν την αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων του Κούγκι, έβαλε φωτιά και ανατινάχτηκε στον αέρα μαζί με πολλούς άνδρες του Αλή πασά.

Ο Αλής, που θεώρησε μετά από το γεγονός αυτό τον εαυτό του αποδεσμευμένο από τους όρους της συνθήκης, διέταξε επίθεση εναντίον των Σουλιωτών που έφευγαν προς την Πάργα και το χωριό Ζάλογγο. Η ομάδα που κατευθυνόταν προς την Πάργα κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φτάσει στον προορισμό της, όμως οι 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπιζαν και πάλι τη μανία των Αλβανών. 

Ένα σώμα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη επέτυχε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών, οι υπόλοιποι όμως σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Είκοσι δύο γυναίκες και 6 άνδρες αυτοκτόνησαν πέφτοντας μαζί με τα παιδιά τους από το ψηλότερο μέρος του βουνού στο βάραθρο. Κυνηγημένοι όσοι επέζησαν, αφού – κατά διαταγή του Αλή – δεν τους δέχτηκαν οι Παργινοί, πέρασαν απέναντι στην Κέρκυρα με το πένθος στις ψυχές τους για τους νεκρούς, για τους σκλάβους συγγενείς τους και για τη χαμένη πατρίδα τους.

Γιάννη Κορδάτου, Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους.


«Γιατί όμως τον κακολογούνε (σσ: τον Αλή) οι Έλληνες ιστορικοί; Τον κακολογούν γιατί από το 1821 και ύστερα οι πιο πολλοί Ηπειρώτες και κυρίως οι Σουλιώτες, όπως είπαμε, του έψαλλαν όσα σέρνει η σκούπα.

Θα ρωτήσει όμως κανείς: δεν είναι σωστό ότι ο Αλής χτύπησε τους Σουλιώτες με τον πιο σκληρό τρόπο; Σωστό είναι, αλλά τι ήταν οι Σουλιώτες; Η απάντηση είναι ότι ήταν κλέφτες που ρήμαζαν τα γύρω χωριά.

Το Σούλι ήταν μια βουνίσια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά Μούργκε (υψ. 1340) Ζεβρούχο (υψ. 1317) και Τούρλιας (υψ. 1082) και στο μέρος που ενώνεται ο Αχέροντας ποταμός με τον Τσαγκαραδιώτικο. Τα βουνά αυτά λέγονταν στα παλιά χρόνια της Κασιόπης.

Οι Σουλιώτες ήταν χριστιανοί Αρβανίτες από τη φυλή των τσάμηδων. Κατά το 17ο αιώνα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο Σούλι (Το Σούλι είναι λέξη αρβανίτικη και σημαίνει δοκός (πάτερο) και στύλος). Στην αρχή ήταν κτηνοτρόφοι. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι δεν είχαν ακόμα ξεπεράσει την αρχέγονη «οργάνωση του γένους». Όπως και οι Μανιάτες ήταν χωρισμένοι σε φάρες (=πατριές) και όλες οι πατριές αποτελούσαν μίαν αμοσπονδία. (Ελληνικά δεν ήξεραν καθόλου.

Όταν αναγκάζονταν να αλληλογραφούν με τον Αλή και με άλλους χριστιανούς πρόκριτους και Τούρκους, είχαν γραμματικούς που τους έγραφαν τα γράμματα. Το ότι δεν ήξεραν την ελληνική πιστοποιείται από το ότι ο Μάρκος Μπότσαρης στην Κέρκυρα το 1809 άρχισε να μαθαίνει τα ελληνικά. Έφτιαξε μάλιστα και ένα λεξικό «της ρομαϊκοίς και αρβανητικοίς απλής». Το χειρόγραφο ήταν ανέκδοτο και φωτοτυπωμένο κυκλοφόρησε το 1926 από το αλβανικό περιοδικό «Diturija», στο Kalendar Kombar με την επιμέλεια του Kristo Luarasi. Το λεξικό το έφτιαξεν ο Μπότσαρης για να μάθουν οι φίλοι και συγγενείς του την απλή ελληνική).

Ο δημοκρατισμός τους για τον οποίο κάνουν λόγο οι αστοί ιστορικοί αντανακλούσε την πρωτόγονη εοργάνωση του γένους και όχι νεώτερες δημοκρατικές αντιλήψεις.

Οι πιο γνωστές φάρες ήταν οι Μποτσαραίοι, οι Τζαβελλαίοι, οι Φωτομαραίοι, οι Σεχαίοι, οι Δαγκλήδες, οι Κουτσονίκηδες, οι Μπουσμηναίοι και άλλοι.

Ο μεγαλύτερος συνοικισμός, που ήταν σα να πούμε η πρωτεύουσα, ήταν το Σούλι. Άλλοι συνοικισμοί γνωστοί ήταν η Κιάφα, το Αβαρίκο και η Σαμωνίβα. Όλοι αυτοί οι συνοικισμοί ήταν στα ψηλώματα και γύρω τους ήταν φαράγγια.
Κοντά στην Κιάφα ήταν μια βουνοκορφή που λεγόταν Κιούγκι. Ήταν οχυρωμένο και είχε και εκκλησία.

Η γύρω στο Σούλι περιοχή ήταν φτωχότοπος, γι’ αυτό οι Σουλιώτες όταν με τον καιρό πλήθαιναν – έφτασαν τις 10 ή 12 χιλιάδες ψυχές, άρχισαν τις αρπαγές και τις ληστείες. Ήταν οπλισμένοι και κατέβαιναν στις γύρω περιοχές και τις ρήμαζαν.
«Κανένας – λέει ο Περραιβός – καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν» («Ιστορία Σουλίου», εκδ. 1956, σ. 60).

Με το να είναι οπλισμένοι έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και χριστιανών αγροτών και κτηνοτρόφων. Γι’ αυτό οι Σουλιώτες θεωρούντανε ληστές και το Σούλι οι Ηπειρώτες το έλεγαν Κακοσούλι.

Το κακό μάλιστα παράγινε στο τέλος του 18ου αιώνα.
«Κατά το έαρ του 1791 – γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης – οι Σουλιώται εξήλθον των ορεινών αυτών άντρων και ήρχισαν τας εργασίας αυτών λεηλατούντες και ερημώνοντες τα χωρία Μαργαρίτι και Παραμυθιά. Αι επιδρομαί αυτών τοσούτον εξηπλώθησαν, ώστε μετά της κάτω Αλβανίας εμπόριον διεκόπη ολοκλήρως, και ήτο αδύνατον να περάση τις τας προς δυσμάς της κοιλάδος των Ιωαννίνων διόδους, χωρίς πολυαρίθμου συνοδείας την οποίαν εκείνοι (οι Σουλιώτες) πολλάκις κατέστρεφον. 
Έλαβον και ικανήν τόλμην να εκτείνωσι τας διαρπαγάς αυτών μέχρι των στενών του Πίνδου και δεν επέστρεψαν εις την ιδίαν των περιοχήν, ειμή ότε εβιάσθησαν υπό του χειμώνος. Κατά τας επιδρομάς ταύτας εγένοντο ένοχοι βαναύσων καταχρήσεων, ελεηλάτουν και φίλους και εχθρούς, και περιεπλέχθησαν εις έριδας μετά των οπλαρχηγών των αρματωλών των Τσουμέρκων και του Βάλτου.» («Ιστορία του Αλή Πασά», Αθήναι 1896, σ. 182-183)

Έχουμε ακόμα μαρτυρίες πως επέβαλαν σε 112 χωριά φόρο.
Ήταν φυσικό οι χριστιανοί και Τούρκοι αγρότες να διαμαρτυρηθούν όχι μόνο στον πασά της Ηπείρου, αλλά και στο Σουλτάνο και να ζητήσουν να τιμωρηθούν οι Σουλιώτες και ν’ αναγκαστούν να μην πατούν και ρημάζουν τα χωριά και τα χωράφια τους.
Ο Σουλτάνος άμα έμαθε τα κλέφτικα φερσίματα των Σουλιωτών, πρόσταξε τους τοπάρχες της Ηπείρου να χτυπήσουν τους Σουλιώτες.

Πριν του Αλή έγιναν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα χρόνια 1732, 1754, 1759, 1762, 1772 και 1775. Όμως οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν ν’ ανέβουν στα κρησφύγετα των Σουλιωτών και αναγκάστηκαν σ’ όλες αυτές τις εκστρατείες να γυρίσουν πίσω χωρίς αποτελέσματα.
Όταν διορίστηκε πασάς στα Γιάννενα ο Αλής οργάνωσε και αυτός εκστρατείες κατά των Σουλιωτών, το 1791 και 1792, αλλά την έπαθε. Ύστερα όμως από δέκα χρόνια, το 1802, εκστράτευσε με πολύ στρατό και τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν.

Την άλλη χρονιά, το 1803, βλέποντας οι Σουλιώτες πως δεν μπορούσαν πια να μείνουν στο Σούλι, γιατί ο Αλής ήταν αποφασισμένος να τους εξοντώσει, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και εκείνοι που είχαν αρχηγό τον Τζαβέλλα πήγαν στην Πάργα, οι άλλοι που είχαν επικεφαλής τον Κουτσονίκα όταν έφτασαν στο Ζάλογγο, χτυπήθηκαν από τον Αλή που τους έστησε καρτέρι και ύστερα από μάχη σκοτώθηκαν πολλοί.
Από τότε ξανάσαναν οι αγρότες και άρχισαν άφοβα να καλλιεργούν τα χωράφια και αμπέλια τους, γιατί οι Σουλιώτες άλλοι είχαν περάσει στα Εφτάνησα και άλλοι πήγαν στη Ρούμελη και στο Πήλιο.
Οι Σουλιώτες λοιπόν τους «πολέμους» τους με τον Αλή δεν τους έκαναν «εμπνευσμένοι από τον πόθον της ελευθερίας». Το αίσθημα της εθνικής συνείδησης στα χρόνια εκείνα ήταν ολότελα άγνωστο σ’ αυτούς.

Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.

Ιστορία Κων/νου Παπαρηγόπουλου(Αναφορά για το Σούλι)
Εν καιρώ ειρήνης οι Σουλιώται επλήρωναν εις την Πύλην τον συνήθη των ραγιάδων φόρον, ο έστι το χαράτζι εις χρήματα, και πλην τούτου το δέκατον των ποιμνίων αυτών, του βουτύρου και του τυρού. 

Ενταυτώ όμως εισέπραττον την αυτήν δεκάτην και το αυτό χαράτζι από των κατακτηθέντων, επληρώνοντο και ιδίαν χρηματικήν εισφοράν υπό των γειτόνων αγάδων και πασάδων, ίνα μη λεηλατώσι τα κτήματα αυτών. Αλλ’ είναι περιττόν να προσθέσωμεν, ότι σπανίως διετελούν εν ειρήνη, μάλιστα αφ’ ης η ηγεμονία της Ηπείρου περιήλθεν εις χείρας του Αλή πασά.

Όθεν ο βίος των Σουλιωτών ουδέποτε απέβη βιομηχανικός ή εμπορικός ή λόγιος, όπως ο βίος των άλλων ελληνικών κοινοτήτων. Το κύριον αυτών ενασχόλημα ήτο ο πόλεμος ή η προς πόλεμον Παρασκευή. «Κανένας καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, λέγει ο Περραιβός περί αυτών, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα, με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και μ’ αυτά ξυπνούν. 
Ουδέ περί την γεωργίαν ησχολούντο, αλλά ετρέφοντο, ως προείπομεν, δια της εργασίας των 60 υποκειμένων χωρίων. Όθεν πάσα αύτη η συμπολιτεία ωμοίαζε πολύ προς το αρχαίον σπαρτιατικόν πολίτευμα, αι δε σχέσεις μεταξύ των 11 αρχικών χωρίων και των κυριευθέντων 60, ανακαλούσι παραδόξως εις την μνήμην ημών τας μεταξύ Σπαρτιατών και περιοίκων σχέσεις.

Ήσαν δε οι Σουλιώται κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών και εις των επιφανέστερων γόνων του συνοικεσίου των δύο φυλών του από της 14ης εκατονταετηρίδος αρξαμένου και τελουμένου μέχρι της σήμερον. Η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανική τα ευγενέστατα ασισθήματα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας. Τα δύο κάλλιστα προϊόντα του συνδυασμού τούτου υπήρξαν οι Σουλιώται επί της Στερεάς, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται κατά θάλασσαν. Αλλ’ εάν οι Σπετσιώται και οι Υδραίοι κατά πρώτον εκλείσθησαν εν τη τελευταία επαναστάσει, οι Σουλιώται οίτινες έβαψαν εν αυτή διά του αίματός των τοσαύτα ένδοξα πεδία της μάχης, είχον, καθάπερ γνωρίζομεν ήδη, αναγγείλει προ καιρού το τι ηδύναντο να πράξωσι.

Στην ελληνική έκδοση της Wikipedia περιλαμβάνονται επίσης οι εξής αναφορές:

Αναφορά Μπαρτόλντι
Πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, ελσονπου έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Η έστω και πολύ περιληπτική αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο αντικειμενική, με δεδομένο ότι δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες, ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, που όμως δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά. 

Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του «Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 – 1804», (δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807), σημειώνει (σε ελεύθερη μετάφραση):
“Καμιά εκατοστή απ΄ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν.”
Σημειώνεται η αναφορά για “39” γυναίκες που “γκρεμίστηκαν”, με τα παιδά τους χωρίς να διασαφηνίζεται αν ήταν αυτοκτονία, ή θηριωδία.

Αναφορά Ληκ
Δεύτερος που κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του “Περιήγηση στη Β. Ελλάδα”. Στην αναφορά του αυτή σημειώνει:


“Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα “.
Στη δεύτερη ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί Βασιλείας του Όθωνα.

Αναφορά Χόλαντ
Tο 1815 ο Χ. Χόλαντ εκδίδει σύγγραμμα με εντυπώσεις του από την Ελλάδα του 1812-13, κάνοντας επιγραμματικά λόγο μόνο για τη βρεφοκτονία στο σχετικό περιστατικό:


«…λέγεται σαν πραγματική ιστορία, πως μια ομάδα Σουλιώτισσες, μαζεύτηκαν σ΄ ένα από τα κοντινά στο Σαράι βάραθρα και έριξαν εκεί τα βρέφη τους για να μη γίνουν σκλάβοι του εχθρού».
Στη τρίτη αυτή αναφορά του περιστατικού, αναφέρεται μόνο η βρεφοκτονία. Με το όνομα Σαράι φέρεται ένα παλαιό πυργόκαστρο που ύπήρχε στη περιοχή, κοντά στη Μονή του Ζαλόγγου.

Αναφορά Χ. Περραιβού
Τον ίδιο όμως χρόνο, το 1815, (έξι χρόνια πριν την επανάσταση του 21), δημοσιεύεται και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της “Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας” του Χριστόφορου Περρραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.


Κατ΄ αυτή, όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και την φορά αυτή να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας σχετικά.
«τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. 
Άρχισαν μ΄ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν΄ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. 
Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».

Στην πρώτη αυτή ελληνική καταγραφή του περιστατικού σημειώνεται αφενός ο αριθμός των γυναικών, στο περίπου, “έως 60”, και ότι προηγουμένως “εσυμβουλεύθησαν”, (με την κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης), όπου κατόπιν συμβουλίου αποφάσισαν πλέον συνειδητά τη βρεφοκτονία και τη δική τους στη συνέχεια αυτοκτονία. Και ενώ αναφέρεται εδώ πρώτη φορά ο “χορός”, δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. 
Πάράλληλα γίνεται μνεία περί της προδοσίας που είχε σχετικά σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν το σφάλμα τους, πολεμώντας γενναία, πλην όμως αυτό όπως αποδείχθηκε το πλήρωσαν περισσότερο τα γυναικόπαιδα. Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού η δε αναφορά στο γεγονός είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.

Αναφορά Πουκεβίλ
Το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ που διέμενε 10 και πλέον χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα. Στο 3ο τόμο περιλαμβάνει το επεισόδιο ως ακολούθως (ελεύθερη απόδοση)
«…τις γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις αβύσσους του Αχέροντα, τα παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια.»


Εδώ γίνεται σαφής αναφορά για θηριωδία και όχι για βρεφοκτονία ούτε και για αυτοκτονία. Τον επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι περιλαμβάνεται το γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια:

«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν.»

Στη νεότερη αυτή αναφορά περιλαμβάνεται πλέον ο χορός 60 γυναικών καθώς και η βρεφοκτονία και αυτοκτονία τους, που ταυτίζεται με την αναφορά του Περραιβού, με επιπλέον μια σημείωση ημερομηνίας στο περιθώριο: 22 Δεκεμβρίου 1803 (π. ημερ.).

Αναφορά Κλ. Φωριέλ
To 1823 ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός Κλωντ Φωριέλ συγκεντρώνει τα υπομνήματα των τραγουδιών που θα εκδώσει το επόμενο καλοκαίρι του 1824. Σ΄ αυτά ο Φωριέλ αναφερόμενος στη 2η μέρα εκείνης της μάχης φαίνεται ν΄ ακολουθεί πιστά τον Περραιβό προσθέτοντας πολλές παραστατικές λεπτομέρειες:


«..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ΄ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. 
Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. 
Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ΄ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. 
Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ΄ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».

Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του Χορού του Ζαλόγγου, με τις εξήντα γυναίκες προσέδωσε μια ιδιαίτερη χρονικά αυτοτέλεια με μια παράλληλη πληρότητα αυτοθυσίας, αντί αυτοκτονίας, εξαίρετης συγκίνησης και θαυμασμού με διεθνή πλέον εμβέλεια που και κυριάρχησε σ΄ όλες τις μετέπειτα ιστορικές αναφορές.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *