Με γρήγορους ρυθμούς και με βάση το χρονοδιάγραμμα προχωράει κανονικά η ενοποίηση των…
Οι δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρου Τουρκολιά, με αφορμή τη δημοσιοποίηση των ετήσιων αποτελεσμάτων της Τράπεζας, είναι χαρακτηριστικές: «Η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας αποκατάστασης της κεφαλαιακής βάσης του Ομίλου είναι η πρόκληση στην οποία καλούμεθα να ανταπεξέλθουμε το αμέσως επόμενο διάστημα.
Προς αυτή την κατεύθυνση, το επενδυτικό ενδιαφέρον για τον διευρυμένο Όμιλο της ΕΤΕ από διεθνείς επενδυτές για τη δυνατότητα συμμετοχής τους στην ανακεφαλαιοποίηση είναι υπαρκτό.
Επίσης, σε συμφωνία και ακολουθώντας τις οδηγίες του Eurogroup, επεξεργαζόμαστε σχέδιο για την άμεση και ενεργητική διαχείριση των πιστωτικών τίτλων του παθητικού με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας.
Σε αυτήν την προσπάθεια θα έχουμε συμμάχους μας όλους όσοι πιστεύουν ότι η Εθνική Τράπεζα, μαζί πια με την Eurobank, όπως και η ελληνική οικονομία, θα τα καταφέρουν».
Όπως αναφέρουν στελέχη της Εθνικής Τράπεζας, σε συζητήσεις με εκπροσώπους του Τύπου, οι διαδικασίες της νομικής ενοποίησης της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank βρίσκονται πλέον σε πολύ προχωρημένο στάδιο και το όλο το εγχείρημα έχει λάβει όλες τις απαιτούμενες εγκρίσεις από όλες τις θεσμικές αρχές τόσο στην Ελλάδα και στην ΕΕ.
Η ενοποίηση των δύο τραπεζών -και όχι η χωριστή λειτουργία της Eurobank ως θυγατρικής- κρίθηκε απαραίτητη, καθώς με την ένωση αυτή, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Τουρκολιάς προκύπτει ένας μεγεθυμένος και περισσότερο ανθεκτικός στις σύγχρονες προκλήσεις Όμιλος – με εκτιμώμενες συνέργειες ύψους άνω των 3 δισεκ. ευρώ. Η νέα ενιαία τράπεζα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διοικητικών της στελεχών θα παίξει καταλυτικό ρόλο για τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στελέχη της τράπεζας υπογραμμίζουν ότι ο ενιαίος Όμιλος θα πετυχαίνει ετήσιες συνέργειες προ φόρων της τάξης των 570 – 630 εκατ. ευρώ από το τέλος του 2015. Οι βασικές πηγές συνεργειών περιλαμβάνουν τον συνδυασμό του εγχώριου και περιφερειακού δικτύου των δύο τραπεζών, την ενοποίηση υποδομών, συστημάτων και κεντρικών εργασιών καθώς και τη μείωση γενικών και διαχειριστικών εξόδων, τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς.
Επίσης από τη βελτιστοποίηση της συλλογής καταθέσεων και της χρηματοδοτικής στρατηγικής του ενιαίου ομίλου, και την αύξηση του ποσοστού συναλλαγών με τους υπάρχοντες πελάτες μέσω της διευρυμένης γκάμας προϊόντων και χρηματοοικονομική ευρωστία του ενιαίου ομίλου.