Αποκαλύπτει ιστορίες άγνωστες μέχρι τώρα στο ευρύ κοινό και αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι η τελευταία του ιστορία, η οποία αναφέρεται στον θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη και στη συμβολή της Λάσκαρη σε αυτό
Διαβάστε παρακάτω τι έγραψε ο δημοσιογράφος.
Μου λέει μια μέρα η Αλίκη, η Ζωή δεν πάει καλά, την έχει πιάσει το οικολογικό της για τις γούνες και θέλει να πετάξει όλες τις γούνες της και της λέω “δώσ’τες σε μένα Ζωίτσα μου να σου τις φυλάξω κι όταν σου περάσει η τρέλα, θα σου τις ξαναδώσω πίσω και θα με ευγνωμονείς”.
Είμαστε στο Πάρκο, το εστιατόριο πίσω από το Μέγαρο Μουσικής, τρώμε pasta και πίνουμε λευκό κρασί. Λέω την ιστορία στη Ζωή, η οποία γελάει σχεδόν υστερικά, μας έχει ακούσει όλο τον μαγαζί, ντρέπομαι λίγο αλλά μετά λέω από μέσα μου χουάτ δε φακ, η Ζωή είναι, ούτως ή άλλως και να μην γελούσε υστερικά και να μην μιλούσε δυνατά μ’αυτή την τσιριχτή φωνή, θα μας κοιτούσε όλο το μαγαζί, μια σχεδόν εξηντάρα με έναν 25χρονο, αλλόκοτο ραντεβού μοιάζει.
Κι όταν μετά καταλαγιάζει το γέλιο κι η Ζωή σηκώνει το φόρεμά της για να μου δείξει τα σημάδια απο το ατύχημα που είχε πριν από μερικούς μήνες, όταν τράκαρε το λευκό της VW Golf με συνεπιβάτες τον Ψινάκη και τον Ρουβά, το μάτι μου γυρίζει γιατί είχε πόδι εικοσάρας, τρία μέτρα, αψεγάδιαστο, τι σημάδια από ατύχημα μού λες τώρα.
Φάγαμε, γελάσαμε, με διαβεβαίωσε ότι δεν θα πετάξει τις γούνες της, φύγαμε, καληνύχτα, ιστορία δύο τώρα:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΙ
Μου είπε να περάσω από το Αμιράλ, το υπόγειο θέατρο της οδού Αμερικής, όπου θα ανέβαζε Σαμ Σέπαρντ, το Fool of Love. Είχαν πρόβα, έφτασα κι ήταν σκοτάδι, βλεπω μια ψηλή, αδύνατη φιγούρα στη σκηνή, με τον προβολέα να πέφτει πάνω της, δεν με ξεχωρίζει στο σκοτάδι, μου λεει “τι θέλετε;”, της απαντάω “την κυρία Λάσκαρη, είναι στα καμαρίνια;”, “ποιος είσαι;” μου λέει, “ένας δημοσιογράφος, έχουμε ραντεβού” της λέω, “βλαμμένο είσαι παιδάκι μου, η Ζωή είμαι” κι άντε μετά να δικαιολογηθώ που δεν τη γνώρισα διότι ήταν άβαφη, με τα μικρότερα στρογγυλά σαν κουμπιά πουκάμισου μάτια που είχα δει ποτέ στη Ζζωή μου.
Η ιστορία δεν έχει κάποιο επιμύθιο, αλλά είναι η τελευταία που θυμάμαι από την “καλή Ζωή” που γνώρισα, άντε να θυμάμαι δηλαδή και το πάρτυ που είχε κάνει σε ένα υπόγειο μαγαζί στο Κολωνάκι, για να γιορτάσει τα γενέθλιά της μαζί με τη Μαρία Ελένη, την εποχή που η τελευταία ήταν ντεμπιτάντ.
Η επόμενη ιστορία που έχω δεν είναι από την “καλή Ζζωή” και συνέβη χρόνια μετά, σε κάτι βραβεία που δίναμε σε διάφορες (κουλές και μη) γυναίκες κάθε χρόνο, μέσω του Rest In Peace ξιπασμένου περιοδικού, στο οποίο είχα την εξαιρετική τύχη να είμαι διευθυντής σύνταξης (ε ρε μεγαλεία, μιλένιουμ λέμε). Αλλά δεν είναι της παρούσης να την πω, οπότε κλείνω αυτό το ρέκβιεμ με τον ακόλουθο μύθο που για τους επαγγελματίες Αλικολόγους είναι αλήθεια, ενώ για τους ωτακουστές είναι απλώς παράνοια:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΙΙ
Όταν πέθανε η Αλίκη, ακούσαμε ότι ο περίφημος Αχιλλέας Χαρίτος προσπάθησε φιλότιμα να τη βάψει στην εντέλεια μιας και το φέρετρο θα ήταν ανοιχτό, αλλά μάταια: Τα χρώματα δεν έπιαναν με τίποτα, οπότε η Ζωή -η οποία, σε γενικότερο πλαίσιο είχε αναλάβει καθήκοντα υπερεργολάβου καθόλη τη διάρκεια της περιπέτειας της Αλίκης- έπιασε δουλειά. Ειδικότερα, έπιασε ένα πακέτο μαρκαδόρους Carioca και έβαψε την Αλίκη όπως ακριβώς τη θυμόμαστε μέσα στο φέρετρο.
Μύθος ή πραγματικότητα, σημασία έχει πως η Ζωή έζησε και έπραττε αντισυμβατικά, έχοντας ή όχι επίγνωση της αντισυμβατικότητάς της.
Κι ήταν αυτό που έβλεπες, όπως ακριβώς το παίξιμό της: Ανεπιτήδευτη. Κι απλώς τρελή. Τι ωραία μωρέ!!