ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, στην ενδιαφέρουσα διάλεξή του στην Αθήνα, προχώρησε σε μια πολιτικά χρήσιμη «αποκάλυψη» για τον ολοκληρωτισμό της θεωρίας των άκρων, η οποία πρακτικά καταλήγει σε μια συνηγορία υπέρ του νεοναζισμού. Εξ ίσου ενδιαφέρουσα είναι και…
η ιστορική «νομιμοποίηση» που απέδωσε ακόμη και στα φαινόμενα πολιτικής βίας, τα οποία έχουν καταγραφεί κατά την τριετία του Μνημονίου κυρίως από τον αντεξουσιαστικό χώρο, επισημαίνοντας ότι αυτά δεν αποτελούν ουσιαστική απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία και αποδοκιμάζοντας την «εξομοίωση όλων των μορφών ‘ανομίας’».
«Είναι μεγαλύτερο πρόβλημα η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος από την αναβολή κάποιων μαθημάτων», είπε ο Βρετανός ιστορικός, απογοητεύοντας προφανώς τον Έλληνα πανεπιστημιακό που του απαιτούσε μια «καθαρή» απάντηση στο αν «η Αριστερά σέβεται τους νόμους όταν οργανώσεις της παρενοχλούν καθηγητές». Το συμπέρασμα του Μαρκ Μαζάουερ, που μάλλον ενόχλησε αρκετούς «σελέμπριτις» του ακροατηρίου του, ήταν ότι έχει την προσδοκία από την Αριστερά και ιδιαίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ να παίξει ρόλο στην επανανομιμοποίηση της πολιτικής και στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας των θεσμών της δημοκρατίας που έχουν τρωθεί βαθιά από τον διεφθαρμένο δικομματισμό.
Η ανάλυση αυτή βρίσκει συνηγορία και στην ιστορική εμπειρία, σύμφωνα με την οποία η Αριστερά όλων των αποχρώσεων, ακόμη κι αυτή που εξ ορισμού απορρίπτει την κοινοβουλευτική δημοκρατία ως καμουφλάζ της δικτατορίας του πλούτου, την έχει υπερασπίσει πολύ πιο αποτελεσματικά από αστικά κόμματα που ομνύουν σ’ αυτήν. Την έχει υπερασπίσει ακόμη και με βίαια, «αντικοινοβουλευτικά» μέσα που, εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικότερα από τη «νομιμόφρονα σιωπή» και τη συνένοχη «μη βία» των αστικών δυνάμεων απέναντι σε αντικοινοβουλευτικές εκτροπές. Αυτό το ιστορικό δεδομένο, άλλωστε, αναγνωρίζεται έμμεσα στην ακροτελεύτια διάταξη του ελληνικού συντάγματος (το περίφημο πρώην 114 και νυν 120), η οποία ορίζει πως η τήρησή του επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων «που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσον εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Και προφανώς η ίδια η βία μόνο να αποκλειστεί δεν μπορεί από αυτήν την αντίσταση.
Η προσέγγιση δεν είναι ακαδημαϊκή. Πολύ περισσότερο που η τρόικα, οι εταίροι πιστωτές και η συγκυβέρνηση επιχειρούν έναν βίαιο επαναπροσδιορισμό των ορίων της δημοκρατικής και συνταγματικής νομιμότητας, ερήμην του ίδιου του συντάγματος. Κι αντί να είναι απολογούμενοι για την πολύπλευρη κατάλυση της ήδη ανάπηρης νομιμότητας αυτής, επιχειρούν να θέσουν την Αριστερά στη θέση του απολογούμενου για κάθε μορφής κοινωνική αντίδραση. Κατά το γνωστό κλισέ: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;». Στη θέση των αμήχανων μηρυκασμών που ακούγονται συχνά από την Αριστερά θα έπρεπε να ακουστεί μια ορθή-κοφτή απάντηση, που θα αντέστρεφε τη σχέση εγκαλούντων-απολογούμενων: «Καταδικάζουμε τη μήτρα κάθε μορφής βίας, την πολιτική, ταξική, οικονομική βία που ενσωματώνουν τα μνημόνια. Καταδικάζουμε την πρωταρχική βία που φωλιάζει σ’ όλους τους θεσμούς, τις ‘μεταρρυθμίσεις’ και τις αποικιοκρατικές σχέσεις που έχουν επιβάλει οι πιστωτές. Καταδικάζουμε την ανομία των γκαουλάιτερ, των επιτρόπων, την κατάλυση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Καταδικάζουμε τη βίαιη κοινωνική γενοκτονία που συντελείται βάσει σχεδίου και όχι εκ ‘λάθους’, εν ονόματι της ‘ανταγωνιστικότητας’. Καταδικάζουμε τη βία των θεσμών που διαβάζουν το σύνταγμα με φακούς ταξικής μυωπίας και μεταμορφώνουν τη δημοκρατία σε αυταρχικό και ανήθικο καθεστώς σε βάρος της τεράστιας κοινωνικής πλειοψηφίας».
Η βία των θεσμών, η βία ενός κράτους που οικοδομήθηκε στα μέτρα του καταρρεύσαντος δικομματισμού, για να εξυπηρετήσει σχέσεις πελατείας με τους κατόχους του πλούτου, σχέσεις εκμαυλισμού με τις υποτελείς τάξεις, σχέσεις υποτέλειας με τα ευρωπαϊκά και διατλαντικά κέντρα εξουσίας, αυτή η βία είναι η πραγματικότητα που θα είχε να αντιμετωπίσει μια Αριστερά με την πρόκληση της διακυβέρνησης ενώπιόν της. Η κατά Μαζάουερ «αποκατάσταση της αξιοπιστίας των θεσμών» προϋποθέτει μια ρήξη τεράστιας έντασης με τους θεσμούς αυτούς, προκειμένου να απαλλαγούν από τη βία που εμπεριέχουν, τις σχέσεις ταξικής κυριαρχίας που ενσωματώνουν και, κυρίως, τους όρους ακρωτηριασμού της κρατικής κυριαρχίας που έχουν αποδεχθεί στο πλαίσιο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης.
Άλλωστε, μια κυβέρνηση που θέλει να υπερασπίσει τη δημοκρατία υπέρ της λαϊκής πλειοψηφίας δεν έχει απλώς να αποκαταστήσει την «αξιοπιστία» των θεσμών, αλλά να αναμετρηθεί με αυτό που ο Γκράμσι ονόμαζε «καισαρισμό»: δηλαδή τη ροπή των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών προς τον αυταρχισμό στη διάρκεια των μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων, με την υποβάθμιση μέχρι εξευτελισμού των θεσμών που εξαρτώνται από την εκλογική διαδικασία, και την ταυτόχρονη ενίσχυση των «ανεξάρτητων», προστατευμένων από τις επιρροές της κοινής γνώμης θεσμών. Κρατική και ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, Κομισιόν, ΕΚΤ, χρηματοπιστωτικοί όμιλοι, τρόικα, task force… Κατ’ εξοχήν πεδίο άσκησης του ακραίου «καισαρισμού» της Ε.Ε. η Ελλάδα, αποτελεί ταυτόχρονα πεδίο υπεράσπισης της δημοκρατίας σε ευθεία σύγκρουση με τον «ευρω-καισαρισμό» και τους βίαιους θεσμούς του.
Use Facebook to Comment on this Post