Η Jill Price ήταν το πρώτο άτομο που διαγνώστηκε ποτέ με αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως «ανώτερη αυτοβιογραφική μνήμη», ή…
HSAM, με την οποία έχουν διαγνωσθεί 60 μόλις ακόμα άτομα στον κόσμο. Η Price μπορεί να θυμηθεί τις περισσότερες από τις ημέρες της ζωής της τόσο ξεκάθαρα όσο οι υπόλοιποι από εμάς θυμούνται το πολύ πρόσφατο παρελθόν, και με έντονες λεπτομέρειες. Στα 51 της χρόνια, θυμάται την ημέρα της εβδομάδας για κάθε ημερομηνία από το 1980. Θυμάται τι έκανε, με ποιον ήταν εκεί, που βρισκόταν σε κάθε μία από αυτές τις μέρες.
Μπορεί να θυμάται μια ανάμνηση 20 ετών, τόσο εύκολα όσο μια δύο ημερών, αλλά οι αναμνήσεις της προκαλούνται ακούσια. Πρόκειται για μια εξαντλική κατάσταση, καθώς το άτομο με HSAM έχει αναμνήσεις ανεξέλγκτα και σε κάποιες περιπτώσεις καθίσταται αδύνατη η παρακολούθηση του παρόντος, ενώ ταυτόχρονα αυτή η εκπληκτική ικανότητα παραμένει επιλεκτική και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί για κάθε είδος πληροφορίας.
Πριν από την Jill Price, το HSAM ήταν μια εντελώς άγνωστη κατάσταση του μυαλού. Πώς όμως ανακαλύφθηκε και τέθηκε σε μελέτη; Ο Δρ James McGaugh το 2000 ήταν διευθυντής του Κέντρου Νευροβιολογίας της Μάθησης και Μνήμης του UC Irvine, του ερευνητικού ινστιτούτου που ίδρυσε το 1983. Εκείνη τη χρονιά, η Jill Price επικοινώνησε μαζί του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αναφέροντας πως θεωρούσε πως είχε ένα πρόβλημα με τη μνήμη της.
Ο McGaugh, ο οποίος είναι τώρα 85 ετών ξεκίνησε να μελετά τη μνήμη στη δεκαετία του 1950. Μέχρι τη στιγμή που η Price επικοινώνησε μαζί του, η έρευνά του είχε επικεντρωθεί στο να αποδείξει ότι όσο πιο συναρπαστική είναι μια εμπειρία που βιώνει ένα υποκείμενο, τόσο πιο πιθανό είναι τα νευροβιολογικά συστήματα που εμπλέκονται στη δημιουργία μνήμης να λειτουργήσουν ώστε να τη θυμάται. Όταν συμβαίνει κάτι ελαφρώς διεγερτικό, θετικό ή αρνητικό, προκαλεί την απελευθέρωση ορμονών του επινεφριδιακού στρες, οι οποίες στη συνέχεια ενεργοποιούν την αμυγδαλή. Η αμυγδαλή προβάλλει τότε σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου ότι το γεγονός που μόλις συνέβη είναι σημαντικό και πρέπει να το θυμόμαστε. Μέσω αυτού του συστήματος ο McGaugh εξήγησε επιστημονικά ότι η δύναμη των αναμνήσεών μας μπορεί να ελέγχεται.
Ο McGaugh είχε περάσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία μελετώντας έντονα διαμορφωμένες αναμνήσεις και η Price φάνηκε να έχει τις πιο δυνατές αναμνήσεις που είχε συναντήσει ποτέ. Η προηγούμενη δουλειά του McGaugh είχε αλλάξει το τρόπο κατανόησης των μηχανισμών της μνήμης. Το ενδιαφέρον του για την Price ήταν για κάτι περισσότερο από την απλή κατανόηση της εξαιρετικής ικανότητάς της να θυμάται. Ήλπιζε ότι η μοναδική της κατάσταση θα μπορούσε να μας διδάξει, να αποκαλύψει κάτι νέο για τη διαμόρφωση και αποθήκευση των αναμνήσεων.
Μετά την πρώτη του συνάντηση με την Price, ο McGaugh συγκέντρωσε μια ομάδα για να καθορίσει το βάθος και το εύρος της μνήμης της. Η Elizabeth Parker, νευροψυχολόγος, κατέγραψε την ικανότητα της Price να μαθαίνει και να θυμάται και ο Larry Cahill, νευροβιολόγος, βοήθησε στην ανάλυση των αποτελεσμάτων. Κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, η Price πέρασε από μια σειρά από ειδικών τεστ και εξετάσεων. Τελικά αποδείχθηκε πως η μνήμη της Price είναι τόσο επιλεκτική όσο και όλων των ανθρώπων, αποθηκεύοντας τα πράγματα που θεωρεί σημαντικά, μόνο που είναι πολύ καλύτερη στο να διατηρεί και να ανακτά αυτές τις μνήμες.
Υπήρχε πολύ λίγη επιστημονική βιβλιογραφία για ανώτερες μορφές μνήμης και καμία για μνήμη όπως αυτή της Jill Price. Πολλά από τα δεδομένα που υπήρχαν ήταν για ανθρώπους που είχαν τη δυνατότητα να απομνημονεύσουν αριθμούς με τεράστιο πλήθος ψηφίων (όπως για παράδειγμα χιλιάδες ψηφία της σταθεράς “Π”) ή να θυμούνται τη σειρά των χαρτιών μιας ανακατεμένης τράπουλας. Το επιστημονικό συμπέρασμα σχετικά με αυτές τις ικανότητες ήταν ότι πρόκειται περισσότερο για αποτέλεσμα εξάσκησης και στρατηγικής δεξιότητας, παρά έμφυτης ικανότητας. Δεν υπήρχε κανένας μέχρι τότε με την αυτόματη ικανότητα της Price να ανατρέχει με τέτοιο τρόπο στις προσωπικές της μνήμες.
Για να καταλάβουν πώς δούλευε η HSAM, οι ερευνητές έπρεπε πρώτα να καταλάβουν τι ακριβώς ήταν. Σε επιστημονική δημοσίευση που κυκλοφόρησε μετά από έρευνα πάνω στην HSAM, διαπιστώθηκε ότι η Price και άλλα δέκα άτομα που εντοπίστηκαν εκείνη την περίοδο με τις ίδιες ικανότητες αποδείχτηκαν πολύ καλύτερα από όσους διέθεταν μέση μνήμη ως προς τα αυτοβιογραφικά δεδομένα του μακρινού παρελθόντος. Σε αναμνήσεις που μπορούσαν να επαληθευτούν, μάλιστα, έπεφταν μέσα στο 87% των γεγονότων.
Η δημοσίευση δε παρείχε και κάποιες πληροφορίες σχετικά με το γιατί μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Για παράδειγμα, τα περισσότερα από τα άτομα με HSAM χρησιμοποιούν διανοητικά συστήματα που φαίνονται να βελτιώνουν την ανάκτηση μνήμης, ταξινομώντας τις αναμνήσεις χρονολογικά ή ανά κατηγορία. Αυτή η κατηγοριοποίηση που βασίζεται στην ημερομηνία φάνηκε να τους βοηθά να οργανώνουν τις αναμνήσεις τους. Ένα είδος εγκεφαλικής αρχειοθέτησης για εύκολη επαναφορά. Σύμφωνα με την έρευνα οι άνθρωποι με μέση μνήμη είναι αδύναμοι σε αυτό το είδος «εγκεφαλικής ταξινόμησης». Παράλληλα όλα τα άτομα με HSAM ανέφεραν ότι τους άρεσε να αναπαράγουν τις μνήμες τους στο μυαλό τους, προκαλώντας τον εαυτό τους να θυμάται ημέρες και γεγονότα. Οι ερευνητές σημείωσαν επίσης ότι τα περισσότερα από τα άτομα με HSAM εμφάνισαν ιδεοψυχαναγκαστικές (OCD) συμπεριφορές και όσο καλύτερη ήταν η μνήμη τους, τόσο πιο πιθανό ήταν να εμφανίσουν συμπτώματα OCD.
Υπήρχαν επίσης νευροφυσιολογικές διαφορές μεταξύ των ατόμων με HSAM και ατόμων με μέση μνήμη. Η εξέταση των εγκεφαλικών σαρώσεών τους έδειξε ότι τα άτομα με HSAM εμφάνιζαν διαρθρωτικές διαφορές στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη δημιουργία αυτοβιογραφικής μνήμης. Αλλά κανένα από αυτά τα ευρήματα δεν εξηγεί πλήρως τι επιτρέπει στους ανθρώπους με την HSAM να θυμούνται τόσο πολύ. Εξάλλου, η συσχέτιση δεν έχει αιτιώδης συνάφεια. Οι διαφορές που παρατηρήθηκαν δεν παρέχουν ικανοποιητική εξήγηση στο γιατί και πώς λειτουργεί το HSAM και αυτό γιατί ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλό μας μπορεί να αλλάξει μέσα από την καθημερινότητά μας. Για παράδειγμα, μια μελέτη του 2011 παρακολουθούσε δείγμα των οδηγών ταξί του Λονδίνου και διαπίστωσε ότι η εξάσκηση της πλοήγησής στους πυκνούς δρόμους της πόλης οδήγησε σε αύξηση του όγκου της φαιάς ουσίας στον μεσαίο οπίσθιο ιππόκαμπο και συνοδευτική μείωση του όγκου του πρόσθιου ιππόκαμπου. Το αν οι διαφορές στα άτομα με HSAM είναι η αιτία της καλής μνήμης τους ή, όπως και στους οδηγούς ταξί του Λονδίνου, το αποτέλεσμα ή ο συνδυασμός των δύο, παραμένει ασαφές.
Ωστόσο, παρά την εκπληκτική δυνατότητα ανάκλησης αναμνήσεων και στα άτομα με HSAM εμφανίζονται «στρεβλώσεις» της μνήμης αλλά και το φαινόμενο της επιλεκτικής μνήμης. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι κανένας δεν διαθέτει απόλυτη ανοσία στους μηχανισμούς αναδόμησης που προκαλούν αυτές τις στρεβλώσεις. Όταν οι άνθρωποι με μέση μνήμη θυμούνται μια εμπειρία, αυτή σχηματίζεται όχι μόνο από αυτό που πιστεύουν ότι συνέβη και το πώς ένιωσαν τότε, αλλά από αυτό που γνωρίζουν και αισθάνονται σήμερα.
Κατά πάσα πιθανότητα, η μελέτη της HSAM δεν θα οδηγήσει άμεσα σε κάποια θεραπεία για την νόσο του Αλτσχάιμερ ή την άνοια. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν η HSAM θα αποδειχθεί ένα κλειδί που «ξεκλειδώνει» τα βαθύτερα μυστήρια σχετικά με το πώς λειτουργεί η μνήμη. Κάθε ερευνητής μνήμης περιγράφει τις αναμνήσεις μας ως τα πράγματα που μας καθορίζουν. Συγκεκριμένα γεγονότα που μας έχουν σημαδέψει. Εκτός λοιπόν από τις επιστημονικές ερωτήσεις που θέτει η HSAM, υπάρχει και μια διαφορετική ερώτηση: θα θέλαμε πραγματικά μια μνήμη όπως αυτή, αν μπορούσαμε να την έχουμε;
Use Facebook to Comment on this Post