Το όνομα του είναι Pemmican και αποτελείται από αποξηραμένο κρέας σε συνδυασμό με τηγμένο λίπος. Η παρασκευή του είναι εύκολη θα χρειαστούμε κόκκινο κρέας (π.χ. βοδινό), οι Ινδιάνοι προτιμούσαν ελάφι ή βουβάλι.
Το οποίο θα καθαρίσουμε από τα λίπη και θα το κόψουμε σε λεπτές λωρίδες, τις οποίες θα βάλουμε στο φούρνο στους 130 βαθμούς για 15 ώρες. Ο λόγος που επιλέγουμε αυτήν σχετικά χαμηλή θερμοκρασία είναι γιατί θέλουμε να το αποξηράνουμε τελείως. Οι Ινδιάνοι το άφηναν σε χαμηλή φωτιά για αρκετές ώρες ως που στο τέλος το κρέας έχανε εντελώς την ελαστικότητα του και θρυμματίζονταν σε κομμάτια. Μόνο τότε θεωρείτε ότι έχει αποξηρανθεί εντελώς. Στη συνέχεια το αλέθουμε να γίνει σκόνη.
Κατόπιν, παίρνουμε το λίπος το οποίο αφού το κόψουμε σε μικρά κομμάτια το τοποθετούμε σε μια κατσαρόλα με σκοπό να το ρευστοποιήσουμε σε υψηλή θερμοκρασία. Αφού το λίπος είναι πλέον ρευστό το αναμειγνύουμε με το κρέας που έχουμε αποξηράνει, σε ίσες ποσότητες για να δημιουργήσουμε μια σχετικά σφιχτή ζουμί. Επειδή το Pemmican δεν είναι ιδιαίτερα εύγευστο οι Ινδιάνοι πρόσθεταν αποξηραμένα βατόμουρα ή ακόμα και ξηρούς καρπούς. Στη συνέχεια μπορούμε να το συσκευάσουμε σε πλαστικά σακούλια αφαιρώντας όσο περισσότερο αέρα μπορούμε. Οι Ινδιάνοι το τοποθετούσαν σε σάκους ακατέργαστου δέρματος καταφέρνοντας να το διατηρήσουν για χρονικό διάστημα που ξεπερνούσε τα δέκα χρόνια.
Εκτός από τους ιθαγενείς της Αμερικής το Pemmican το χρησιμοποίησαν και άλλοι όπως οι έμποροι γούνας του Καναδά που έπρεπε να διασχίσουν τεράστιες αποστάσεις χωρίς δυνατότητα ανεφοδιασμού, ο Νορβηγός εξερευνητής Roald Amundsen που ήταν ο πρώτος που έφτασε στο Νότιο Πόλο. Καθώς και ο Βρετανικός στρατός κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Pemmican μπορεί να διατηρείται σε άριστη κατάσταση για δεκαετίες όμως δεν συνίσταται για καθημερινή χρήση γιατί είναι τροφή πλούσια σε θερμίδες με χαμηλό επίπεδο βιταμινών.