Η μελέτη του κόσμου των Ελλήνων μάγων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι αναφορές στα λογοτεχνικά, ρητορικά και ιστορικά κείμενα της εποχής είναι ελάχιστες, καθώς οι μεγάλες μορφές της αρχαίας ελληνικής διανόησης ούτε είχαν ούτε θα ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση με τα άτομα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που στρέφονταν στο εξωπραγματικό και το υπερφυσικό. Απομένουν τα κείμενα των πινακίδων, με τις πολλές αλλά λακωνικές επιγραφές σε μια γλώσσα άξεστη και ακατέργαστη, τόσο ξένη στην αρμονία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας των μεγάλων συγγραφέων. Τα κείμενα αυτά μας οδηγούν από τον κόσμο των σοφών στον κόσμο των μάγων, από τον δήμο και την αγορά στο βασίλειο των «δαιμόνων», από την Ελλάδα του φωτός στον κόσμο της νύχτας και του σκοταδιού.
Οι αναφορές στη μαγεία, των ποιητών, των ρητόρων, των φιλοσόφων και των ιστορικών, αν και απελπιστικά λίγες, μας βοηθούν πάντως να κατανοήσουμε κάπως αυτόν τον σκοτεινό και άγριο κόσμο, που είναι τόσο ξένος με έναν πολιτισμό φημισμένο για τον ορθολογισμό του.
Στο φως τα μαγικά κάτοπτρα των αρχαίων Ορφικών Μυστήριων
Πολύτιμα αντικείμενα λατρείας αποκάλυψαν οι ανασκαφείς σε τάφους στη Σαλαμίνα…
Αριστερά, εγχυτρισμός (ταφή νηπίου σε αμφορέα) του πρώτου μισού του 5ου αιώνα π.Χ. Επάνω, χάλκινο πτυκτό κάτοπτρο (με προστατευτικό κάλυμμα του κύριου δίσκου) με διακοσμητικό έλασμα, από το 330-320 π.Χ. Το έλασμα απεικονίζει την Αφροδίτη και τον Έρωτα.
Υπάρχει στις παραστάσεις στις οποίες απεικονίζονται γυναικωνίτες. Υπάρχει σε επιτύμβια ανάγλυφα, καθώς συνοδεύει τη νεκρή. Μεγάλος είναι ο αριθμός των γυναικείων ειδωλίων που το κρατούν στο χέρι τους. Και όπως φιλολογικά μαρτυρείται ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., το ανέθεταν οι εταίρες στην Αφροδίτη.
Πρόκειται για το κάτοπτρο, του οποίου η «μαγική» δράση και η σημασία στη λατρεία και στις ταφικές συνήθειες φαίνεται ότι έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο κατά την αρχαιότητα. Για δύο τέτοια κάτοπτρα, προερχόμενα από ανασκαφές στη Σαλαμίνα και συγκεκριμένα από τον αρχαίο οικισμό των Αμπελακίων, μίλησε χθες το βράδυ στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης η αρχαιολόγος της Β΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων κυρία Μέλπω Πωλογιώργη.
Έντεκα τάφους διαφόρων τύπων, οι οποίοι καλύπτουν την περίοδο από τα τέλη του 5ου ή από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ως τον 3ο αιώνα π.Χ. αποκάλυψε η κυρία Πωλογιώργη κατά τη διάρκεια της σωστικής αρχαιολογικής έρευνας που έγινε κατά μήκος της σύγχρονης οδού Ελ. Βενιζέλου (γεγονός που κατά την ίδια υποδηλώνει την ύπαρξη και της αρχαίας οδού, η οποία θα οδηγούσε προς την πύλη του τείχους της πόλης). Σε δύο από τους τάφους αυτούς, σαρκοφάγους για την ακρίβεια, βρέθηκαν από ένα χάλκινο κάτοπτρο. Και το ένα από αυτά είναι «πτυκτό», δηλαδή «φέρει προστατευτικό κάλυμμα της επιφάνειας κατοπτρισμού με προσαρμοσμένο έλασμα με έκτυπη παράσταση και αποτελεί αξιόλογο προϊόν της αρχαίας τορευτικής» όπως σημείωσε η κυρία Πωλογιώργη.
Το κάτοπτρο αυτό ήταν διαλυμένο στα μέρη από τα οποία αποτελούνταν. Ωστόσο, όπως κατέληξε στη μελέτη της η ανασκαφέας, η θραύση του είχε γίνει επίτηδες. Και αυτό για να χρησιμοποιηθούν τόσο το κάλυμμα όσο και ο κύριος δίσκος του κατόπτρου ως αβαθή δοχεία -ένα είδος πινακίων για προσφορές. Υπολείμματα τους βεβαίως δεν έχουν διατηρηθεί, σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα όμως θα μπορούσαν να είναι ρόδια, αμύγδαλα, κάστανα κ.τ.λ. Η σκόπιμη μάλιστα θραύση του κατόπτρου για τον συγκεκριμένο σκοπό έχει, όπως λέει η ανασκαφέας, και άλλες παράλληλες χρησιμότητες.
Στον δεύτερο τάφο το κάτοπτρο είναι ακέραιο αλλά η οξείδωση έχει προσβάλει σε μεγάλο βαθμό τον χαλκό, ιδίως στην άνω επίπεδη επιφάνεια, του κατοπτρισμού. Τα ίχνη της διακόσμησής του όμως σώζονται σε κάποιο βαθμό. Στις ταφές εξάλλου βρέθηκαν και πυξίδες των οποίων η πολλαπλή χρήση τόσο στην καθημερινή ζωή των γυναικών για τη φύλαξη κοσμημάτων και ψιμυθίων όσο και ως κτερισμάτων σε τάφους είναι εξακριβωμένη.
Το πολυτιμότερο κτέρισμα μιας αρχαίας ταφής και συχνά το μοναδικό αντικείμενο από μέταλλο είναι κάτοπτρο. «Κατά κανόνα δεν κατασκευαζόταν αποκλειστικά για νεκρική χρήση, αφού είναι ένα αντικείμενο που χρησίμευε στην κάτοχο του για να καθρεφτίζεται και να καλλωπίζεται όσο ζούσε, αποβαίνοντας έτσι σύμβολο της καλλονής και της νεότητας της γυναίκας» είπε η ανασκαφέας. Επίσης, η ανάθεση κατόπτρων σε ιερά θεοτήτων που προστάτευαν τη γυναικεία γονιμότητα, όπως για παράδειγμα στο ιερό της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα, φανερώνουν πόσο συνδεόταν η γυναίκα με το κάτοπτρο ως όργανο για την ανάδειξη της θηλυκότητάς της.
Όπως ανέφερε πάντως η κυρία Πωλογιώργη, τη σημασία του κατόπτρου, πέρα από τη λειτουργία του για τον καλλωπισμό, έχει υπογραμμίσει ο Γερμανός αρχαιολόγος Τάιμ. Έχει επισημάνει δηλαδή ότι για πολλούς λαούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ετρούσκοι, το κάτοπτρο ήταν περιβεβλημένο με την αντίληψη ότι είχε ιδιαίτερη, μαγική δύναμη, ενώ υπήρχε η πίστη ότι, μαζί με την εικόνα του καθρεφτιζόμενου, μπορούσε να συλλάβει και να κατακρατήσει και την ψυχή του, δηλαδή του ειδώλου του. Με τη συνδρομή αρχαίων και λαϊκών μύθων που φθάνουν ως τις ημέρες μας, δοξασιών που συνδέονται με τα ορφικά και διονυσιακά μυστήρια, απεικονίσεων σε κατω-ιταλιωτικά αγγεία αλλά και συνηθειών των Ετρούσκων, ο Γερμανός μελετητής υποστηρίζει τη θεωρία περί της μαγικής ικανότητας του κατόπτρου να φυλάσσει την εικόνα του νεκρού και να προστατεύει την ψυχή του στον τάφο.
Γύρω στα 300, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές και ξένα μουσεία, είναι σήμερα τα πτυκτά κάτοπτρα από χαλκό ή από άργυρο με διακοσμητικό έλασμα στο κάλυμμα. Για πολύ λίγα από αυτά μάλιστα γνωρίζουμε τις συνθήκες εύρεσής τους ή τα ανασκαφικά τους στοιχεία. Ως εκ τούτου, η σημασία αυτού του κατόπτρου από τη Σαλαμίνα είναι προφανής.