Περίοδοι μεγάλων πολιτικών αλλαγών και ανόδου νέων δυνάμεων στην Ελλάδα υπήρξαν συνήθως και περίοδοι αστάθειας στα ελληνοτουρκικά, με την Άγκυρα συχνά να «τεστάρει» τις νέες ηγεσίες των Αθηνών…
Το πιο κλασικό σχετικό παράδειγμα ήταν η κρίση των Ιμίων, που συνέπεσε με την άνοδο του Σημίτη στην πρωθυπουργία. Άγκυρα και – παρασκηνιακά – Ουάσιγκτον, έδωσαν τότε ένα μάθημα για το ποιος κάνει κουμάντο στην περιοχή. Μάθημα που δεν ξέχασαν ποτέ ούτε ο Σημίτης (παρά τον φιλογερμανισμό του) ούτε οι Ευρωπαίοι. Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες από πρεσβείες τρίτων χωρών, η κυβέρνηση Ερντογάν-Νταβούτογλου εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να προκαλέσει μια μίνι-κρίση, στην Κύπρο κατά προτίμηση. Επιθυμεί αφενός να τεστάρει τον ΣΥΡΙΖΑ, στους κόλπους του οποίου έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί αντιφατικές απόψεις για τα εθνικά θέματα, αφετέρου να εκμεταλλευθεί την αστάθεια και αδυναμία Ελλάδας (και Κύπρου).
Δεν μπορεί άλλωστε να αποκλείσει κανείς ότι η Τουρκία θα ενθαρρυνθεί σε αυτό το παιχνίδι από τους Πιστωτές, αν τυχόν η Αθήνα θελήσει/υποχρεωθεί να οδηγηθεί σε σύγκρουση μαζί τους. Γι’ αυτό, η νέα κυβέρνηση της Αθήνας πρέπει να βρει τον τρόπο να στείλει ένα περισσότερο από σαφές αποτρεπτικό μήνυμα προς την ‘Αγκυρα για την αποφασιστικότητα της ελληνικής αντίδρασης σε τυχόν τουρκική πρόκληση, ανεξαρτήτως των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Και ελπίζει κανείς, σε αυτό τουλάχιστο το ζήτημα, η Τουρκία να βρει ενωμένα όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα.
Αποφασιστική σημασία έχει επίσης η ταχεία και αποφασιστική επανενεργοποίηση του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου, ουσιαστικού στοιχείου του ελληνισμού στην ελληνοτουρκική στρατηγική εξίσωση. Η άποψη ότι διάφοροι τρίτοι θα υπερασπιστούν την Κύπρο περισσότερο από την Ελλάδα, μόνο ως επικίνδυνη, αν όχι ύποπτη αυταπάτη μπορεί να θεωρηθεί.
Να τονίσουμε επίσης ότι δέκα χρόνια μετά την απόρριψη του εξωφρενικού σχεδίου Ανάν, δεν είναι δυνατόν πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο, περιλαμβανομένου του ίδιου του Προέδρου Αναστασιάδη, να παίζουν ξανά με την επαναφορά ανάλογης φιλοσοφίας σχεδίου, δηλαδή με την ίδια την ύπαρξη συντεταγμένου κράτους στην Κύπρο. ‘Η να συνεχίζουν επαναλαμβάνοντας – αντί πολιτικής – τις επικίνδυνες αρλούμπες εισαγωγής για μια «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία» που ουδείς (πλην του Ανάν) δεν μπόρεσε ποτέ να περιγράψει και να εξηγήσει ποιος θα την κυβερνά. Η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και του δημοκρατικού χαρακτήρα του κυπριακού κράτους, οφείλει να είναι το κέντρο της ελλαδικής και κυπριακής εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής.
Δυστυχώς, περισσότερο από τους Τούρκους, την Κύπρο απειλεί κυρίως το εν Λευκωσία και Αθήνα «κόμμα των ανανιστών», διαχρονικών φορέων της ξένης εξάρτησης. Γιατί, όπως είπε το 1987, εξαγγέλλοντας το casus belli σε περίπτωση προέλασης των τουρκικών στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο, ο Ανδρέας Παπανδρέου, «αν η Κύπρος χαθεί και η Ελλάδα θα χαθεί».
Θεωρητικά η προσεχής επίσκεψη Αναστασιάδη στη Μόσχα συνιστά επίσης μια μεγάλη ευκαιρία διεύρυνσης των γεωπολιτικών στηριγμάτων της Κύπρου. Λέμε θεωρητικά, γιατί οτιδήποτε έχει μέχρι τώρα κάνει ο Κύπριος Πρόεδρος αφενός στρέφεται κατά της πατρίδας του και του λαού της, αφετέρου συνιστά συνήθως στάχτη στα μάτια των Κυπρίων πολιτών, όπως έγινε με την αποστολή στη Μόσχα τις μέρες του bail in. Παραχωρήσεις οιασδήποτε μορφής προς τη Μόσχα, το Πεκίνο ή οποιονδήποτε άλλο έχουν νόημα, από την Αθήνα ή από τη Λευκωσία, μόνο στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής ανάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας των δύο κρατών από τα δεσμά της ιδιάζουσας αποικιοκρατίας που υφίστανται («Χρεωκρατία», όπως την ονόμασε ο Βάσος Λυσσαρίδης). Κάτι που ανταποκρίνεται και στα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα, εφόσον βέβαια μπορεί να το καταστήσει αισθητό αυτό το επιχείρημα η ηγεσία Αθηνών και Λευκωσίας.
Ελπίζει κανείς και η ελλαδική αριστερά, έστω και τώρα, να καλύψει το δυστυχώς ανεκμετάλλευτο έδαφος με τους Ρώσους και άλλους «εναλλακτικούς» του πλανήτη. Οι «παράπλευρες» αυτές σχέσεις συνιστούν ουσιώδη παράμετρο του ελληνικού στρατηγικού βάθους, όπως συνειδητοποίησαν στο παρελθόν, εφαρμόζοντας αντίστοιχες πολιτικές, όλοι οι σημαντικοί πολιτικοί Ελλάδας και Κύπρου από όλο το πολιτικό φάσμα. Με την ευκαιρία να τονίσουμε ότι η σημερινή συγκυρία που όλα τα βλέμματα παγκοσμίως είναι στραμμένα στην Ελλάδα, είναι μια μοναδική ευκαιρία να ειπωθούν πολλά ουσιαστικά πράγματα και για την Ευρώπη και για τις διεθνείς υποθέσεις, πέραν της ορθής πλην περιορισμένης αντιπολίτευσης στις πολιτικές λιτότητας.
Υπογραμμίσαμε την ανάγκη να αμφισβητηθούν και να μην αναγνωρισθούν οι δανειακές συμβάσεις. Υπογραμμίσαμε την κεντρική σημασία τους για την οργάνωση της αποικιακής σχέσης Πιστωτών-Ελλάδας, όπως και τους απαράδεκτους όρους τους, που οργανώνουν την έμμεση πλην σαφή κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας. Ορισμένοι φίλοι παραδέχονται ότι αυτή είναι η ορθή θέση, εκτιμούν όμως ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να πάρουμε τέτοιες αλλαγές. Ξεχνάνε όμως ότι ξεκινά κανείς μια διαπραγμάτευση ζητώντας όσα μπορεί περισσότερα, πολύ περισσότερο όταν μπορεί να κινητοποιήσει πολύ ισχυρά επιχειρήματα και τη διεθνή νομιμότητα. Δεν τη ξεκινά κάνοντας το καλό παιδί και μπαίνοντας στα παπούτσια της άλλης πλευράς.
Ακόμα εξάλλου κι αν δεν πάρεις αυτό που θέλεις, ακόμα κι αν χρειαστείς να εφαρμόσεις μέτρα που δεν θέλεις, δεν έχεις λόγο να αναγνωρίσεις τη βασιμότητα και τη νομιμότητά τους.
Δυσκολεύεται άλλωστε κανείς να φανταστεί πως η Αριστερά, αν όχι η Δημοκρατία στην Ελλάδα θα μπορέσουν να επιβιώσουν επί μακρόν, αν δεν αμφισβητήσουν την ουσία της διαδικασίας κατάλυσης του κράτους έθνους και της δημοκρατίας στη χώρα που οργάνωσαν Δανειακές και Μνημόνια. Μακάρι εξάλλου να πετύχει το πλαν Α, ακριβώς όμως για να πετύχει χρειάζεται και πλαν Β.
του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
δημοσιογράφου, συγγραφέα, συνεργάτη ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.