Η Washington Post δημοσιεύει τις εντυπώσεις της, αλλά και την φωτογραφία του Σπύρου Στάβερη!
Σε ένα μίνι μάρκετ της Ικαρίας, μελετώ τις ετικέτες διάφορων προϊόντων, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το νόημά τους. Έχουν περάσει τρεις μέρες από τότες που άφησα πίσω τον Έλληνα άντρα μου στη Νέα Υόρκη και έπεσα με τα μούτρα σε ένα τοπικό φροντιστήριο γλώσσας. Νιώθω λίγο έξω από τα νερά μου. Όμως τότε εμφανίζεται μια ηλικιωμένη γυναίκα ….
και με σώζει, εξηγώντας μου τι είναι αυτά που κοιτάω. Μετά από μια σύντομη αλλά και ενδιαφέρουσα συνομιλία στα ελληνικά, φεύγω με μια σακούλα με λαχανικά – και με μια συνταγή της νέας μου φίλης για φάβα. Αρχίζω να νιώθω σαν στο σπίτι μου.
Μήνες πριν, όταν ανακοίνωσα στους Έλληνες συγγενείς μου ότι θα πήγαινα στην Ικαρία για μαθήματα γλώσσας δύο εβδομάδων, προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή.
Ο κουνιάδος μου πετάχτηκε από την καρέκλα, άρπαξε έναν χάρτη και έδειξε με το δάχτυλό του μια μικρή μάζα γης στο ανατολικό Αιγαίο. «Είναι απομακρυσμένα», είπε.
Η πεθερά μου αγανάκτησε. «Δεν είναι και οι καλύτερες παραλίες», αναφώνησε. «Και οι συνήθειές τους είναι παράξενες».
Ο πεθερός μου είχε τον τελευταίο λόγο: «Α, αλλά όταν φτάσει, δε θα θέλει να φύγει».
Πόσο δίκιο είχε. Αυτό το νησί που πήρε το όνομά του από τον Ίκαρο της μυθολογίας, ο οποίος πέταξε υπερβολικά κοντά στον ήλιο, με αποτέλεσμα να λιώσουν τα φτερά του, φτιαγμένα από κερί, και να καταποντιστεί στη θάλασσα, κατάφερε να με γοητεύσει.
Ένα απομακρυσμένο νησί
Το άγριο τοπίο και η έλλειψη φυσικών λιμανιών είχε κάποτε απομονώσει την Ικαρία από το υπόλοιπο της Ελλάδα, μου είπε ο πεθερός μου. «Γι’ αυτό οι κάτοικοι έγιναν ανθεκτικοί και αυτάρκεις. Εγκαταστάθηκαν βαθιά στα βουνά και έκρυβαν τα σπίτια τους, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από φυσικά υλικά, προκειμένου να προστατευθούν από τους πειρατές του Αιγαίου», πρόσθεσε. Αυτές οι συνθήκες δημιούργησαν έναν απομονωμένο πληθυσμό με ισχυρή αίσθηση της κοινότητας, καθώς και ισχυρές οικογενειακές αξίες και παραδόσεις.
Η Ικαρία έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 16ο αιώνα και παρέμεινε μέχρι τις 17 Ιουλίου 1912, όταν οι κάτοικοι έδιωξαν τους Οθωμανούς και δημιούργησαν ένα βραχύβιο ανεξάρτητο κράτος. Μετά την ένταξη του νησιού στην Ελλάδα, που έγινε μήνες αργότερα, ο τόπος χρησιμοποιήθηκε από τις επόμενες κυβερνήσεις ως χωματερή για πολιτικούς αντιφρονούντες. Κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-49), χιλιάδες κομμουνιστές εξορίστηκαν στην Ικαρία. Το νησί είναι γνωστό για τις αριστερές πεποιθήσεις και για το ανεξάρτητο πνεύμα του μέχρι σήμερα.
Είναι επίσης γνωστό για την ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια ζωής των κατοίκων του, ένα γεγονός που έχει τραβήξει την προσοχή των ερευνητών και εμφανίζεται στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του εξερευνητή του National Geographic, Dan Buettner, “The Blue Zones”, το οποίο περιγράφει κοινότητες με μακροζωία σε όλον τον κόσμο. Προσθέστε σε όλα αυτά και το γεγονός ότι λέγεται ότι είναι η γενέτειρα του Διονύσου, του Θεού του κρασιού, και τη φήμη ότι παράγει ακόμα δυνατά κόκκινα κρασιά. «Προσοχή στο τοπικό κρασί», με προειδοποίησε ο πεθερός μου.
Οι έλληνες Θεοί έκαναν το θαύμα τους.
Στην πτήση προς Ικαρία, οπλισμένη με ένα βιβλίο με τις βασικές εκφράσεις στα ελληνικά, κάθομαι δίπλα στη Loles, μια κοινωνική Ισπανίδα που κατευθύνεται επίσης στο φροντιστήριο ελληνικών στην Ικαρία. Συζητάμε στα ελληνικά. Ξέρω τα βασικά της γλώσσας, αλλά καταλαβαίνω ότι αυτή είναι η τέταρτη επίσκεψη της Loles. Τα βρίσκουμε αμέσως και συζητάμε σε όλη τη διάρκεια της πτήσης. Οι έλληνες Θεοί έκαναν το θαύμα τους.
Στο μικροσκοπικό αεροδρόμιο της Ικαρίας με συναντά ένας άντρας με πλατύ χαμόγελο και ατίθασες μπούκλες. Μου δίνει κλειδιά και με οδηγεί σε ένα ταλαιπωρημένο Chevy. Όταν τον ρωτάω σχετικά με το συμβόλαιο ενοικίασης αυτοκινήτου, σηκώνει τους ώμους. «Το γραφείο είναι κλειστό τις Κυριακές», λέει. «Πέρνα όποτε έχεις χρόνο».
Η Loles με διαβεβαιώνει ότι αυτός είναι ο τρόπος της Ικαρίας για να γίνονται δουλειές. Τα χέρια μου πιάνουν το τιμόνι οδηγώντας για μια ώρα, διασχίζοντας τα βουνά, κατεβαίνοντας πευκόφυτες πλαγιές μέσα από στροφές-φουρκέτες. Το τοπίο είναι ανεμοδαρμένο και άγριο μέχρι που φτάνουμε στον προορισμό μας, στην Αρεθούσα. Πρόκειται για ένα μαγικό σημείο με φόντο το βουνό και θέα προς τη θάλασσα. Ο αέρας μυρίζει άγρια ρίγανη και ο μόνος ήχος είναι οι καμπάνες από τις κατσίκες.
Την επόμενη μέρα ξυπνάω πριν από την ανατολή του ήλιου. Την ώρα που εκτελώ τους χαρετισμούς στον ήλιο στην ταράτσα που είναι ντυμένη με βουκαμβίλιες, ο ήλιος κρυφοκοιτάζει από το βουνό. Μέχρι τις 7 έχει φωτίσει το τοπίο με τη χρυσή του λάμψη. Οδηγώντας στο βουνό, προσπερνώ κατσίκες που αναζητούν τροφή και μια εύθυμη ηλικιωμένη γυναίκα που μαζεύει κλαδιά από την άκρη του δρόμου. Μου κάνει νόημα να σταματήσω. «Καλημέρα παιδί μου», μου λέει. «Πού πας;» Όταν της εξηγώ στα σπαστά μου ελληνικά, χαμογελάει. «Η θάλασσα είναι πολύ όμορφη σήμερα».