xOrisOria News

ΤΑ ΔΑΚΡYΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Μαζί με την γη φτιάχτηκε και το στερέωμα του ουρανού. Στον ουρανό κατοικούν χιλιάδες άγγελοι. Είναι όλες αυτές οι αθώες παιδικές ψυχούλες που χάθηκαν. Λέγεται ότι οι άγγελοι είναι ευτυχισμένοι και ζουν πάνω εκεί ψηλά και μπορούν όλα να τα δουν. Ακόμα λένε ότι στεναχωριούνται μόνο όταν οι άνθρωποι πονούν και αντίστοιχα χαίρονται με την χαρά τους.

Κάποτε ήταν μια πολύ σκληρή γυναίκα, μέγαιρα την φώναζαν γιατί δεν αγαπούσε κανένα άνθρωπο. Μια μέρα έφτασε στην πόρτα της μέγαιρας ένα γεροντάκι. Ήταν ξυπόλυτος με ένα παντελόνι γεμάτο από τρύπες, μια και ήταν το μοναδικό που είχε. Στα χέρια του το γεροντάκι βαστούσε ένα μπουκάλι άδειο και έψαχνε να βρει νερό. Καθώς είδε το σπίτι της, σκέφτηκε να χτυπήσει την πόρτα και να ζητήσει νερό. Ήταν αποκαμωμένος και πεινασμένος, μα δεν θα ζητούσε φαγητό, λίγο νερό ήθελε, να ξεδιψάσει και να ξεγελάσει την πείνα του. Φτάνει λοιπόν στο σπίτι της μέγαιρας και χτυπάει διακριτικά την πόρτα. Ποιος τολμά να χτυπήσει την πόρτα μου; ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή. Εγώ, είμαι ένας περαστικός που διψάει και θέλει λίγο νερό. Εκείνη την στιγμή ανοίγει η πόρτα και προβάλει ένα κακάσχημο τριχωτό, που έμοιαζε με γυναίκα. Δεν έχω νερό τράβα στην δουλειά σου του είπε και χτύπησε με δύναμη την πόρτα, στα μούτρα του γέρου. Ο γεράκος κάθισε στο κατώφλι ανήμπορος να προχωρήσει.

Ξαφνικά μια δυνατή βροχή ξεσπάει και κάνει μούσκεμα το γεροντάκι. Αυτός χάρηκε πολύ όμως και προσπαθούσε με την παλάμη του να κρατήσει λίγο νερό για να πιεί. Όλη την νύχτα παιδευόταν να μαζέψει νερό μα δεν τα κατάφερε. Το πρωινό όταν άνοιξε η μέγαιρα την πόρτα, τον είδε κοκαλιασμένο και μελανό από το κρύο. Ο θυμός της ήταν μεγάλος που το γεροντάκι τόλμησε να μείνει στην πόρτα της όλη νύχτα, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή πως χάθηκε μια ζωή εξαιτίας της. Φώναξε κάποιον μισοπάλαβο από το χωριό, γιατί μόνο αυτός της μιλούσε και την ανεχόταν, μια που είχε τα λογικά του σαλεμένα. Πάρτον γρήγορα από εδώ και θάψε τον σε καμιά γωνιά στο δάσος, του είπε με επιτακτική φωνή, σαν να έφταιγε ο τρελός ο καημένος. Εκείνος καθώς η λογική του ήταν μηδαμινή, την υπάκουσε και έθαψε τον γέρο.

Το ίδιο βράδυ άνοιξαν οι ουρανοί, έβρεχε καταρρακτωδώς. Το σπίτι της μέγαιρας άρχισε να μπάζει από παντού νερό και αυτή πάνω που πήγε να την πάρει ο ύπνος, σηκώθηκε και άρχισε να μουρμουράει και να τα βάζει με τον Θεό. Όταν το νερό έφτασε μέχρι τα πόδια της άρχισε να φωνάζει για να την βοηθήσουν. Όμως από την κακία της που δεν ήθελε να βλέπει κανέναν άνθρωπο, είχε φτιάξει το σπίτι της μακριά από το χωριό. Μα και πάλι αν την άκουγαν, δεν θα πήγαινε κανείς να την βοηθήσει. Επειδή ήταν κακιά και δεν τους έλεγε ποτέ καλημέρα, μα και γιατί όλοι έμαθαν για την κατάληξη του γεράκου από το πρωί εξαιτίας της. Βλέπετε η παροιμία από τρελό και από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια, επικράτησε και τώρα. Ο τρελός όλο το πρωί γύριζε παντού και έλεγε την ιστορία με τον γέρο που έθαψε.

Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει και η στάθμη του νερού όλο ανέβαινε. Όταν έφτασε μέχρι τα μάτια της, άρχισε να χάνει τις αισθήσεις της. Δυο μικρά χεράκια τότε, άρχισαν να τραβάνε την μέγαιρα από το νερό. Εκείνη δεν ήξερε αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Όταν την έβγαλαν από το νερό άρχιζαν να την σηκώνουν ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι που έφτασαν στον ουρανό. Η μέγαιρα είχε μείνει άγαλμα, δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Την άφησαν πάνω σε ένα σύννεφο μουντό και μαύρο. Και τότε της είπαν, κοίταξε από ψηλά και θα δεις όλο τον κόσμο. Να δες εκεί, ένα παιδάκι κλαίει γιατί δεν έχει η μαμά του να του αγοράσει παιχνίδια. Η γυναίκα παρακολουθούσε με προσοχή, πράγματι μπορούσε να δει τα πάντα από εκεί ψηλά. Ξαφνικά βλέπει τον αδελφό της να ζητιανεύει σε μια μεγάλη πόλη. Γούρλωσε τα μάτια της και είπε, ζει ο αδελφός μου; τον είχα για πεθαμένο. Μήπως φρόντισες ποτέ να ρωτήσεις τι απέγινε; είπε ένα αγγελάκι.

Το σύννεφο που την κρατούσε πάνω του, κινήθηκε και πήγε σε μια άλλη χώρα, όπου γινόταν πόλεμος. Παντού πτώματα, παιδιά, γυναίκες, γέροι, όλοι έτρεχαν μέσα σε ένα σύννεφο καπνού κλαίγοντας και ψάχνοντας μέρος να κρυφτούν. Η μέγαιρα, πρόσεξε πως τα αγγελάκια, κάθε φορά που έβλεπαν ένα άσχημο γεγονός, έβαζαν τα κλάματα και τα δάκρυα τους, γινόταν βροχή και έπεφταν στην γη. Μετά το συννεφάκι κατέβηκε πιο χαμηλά, στην πόλη που γινόταν ο πόλεμος. Σε ένα σπιτάκι φτωχικό, ζούσε μια οικογένεια. Η μαμά και τα τέσσερα παιδιά της, ο άντρας της ήταν στον πόλεμο και πολεμούσε για την πατρίδα του. Καθώς παρακολουθούσε την οικογένεια, βλέπει μια ομάδα στρατιωτών, να μπαίνει και να τουφεκίζει την γυναίκα, μαζί με τα παιδιά της. Τον άντρα της οικογένειας, μετά από λίγες μέρες τον έπιασαν αιχμάλωτο, μαζί με άλλους στρατιώτες. Ο νέος άντρας κατάφερε να το σκάσει και να ξαναπάει στο μέτωπο. Όταν όμως πληροφορήθηκε το τραγικό τέλος της οικογένειας του, ορκίστηκε να πολεμήσει αυτούς τους εχθρούς της πατρίδας και δολοφόνους των δικών ανθρώπων.

Ήταν σπουδαίος πολεμιστής και έκανε πολλά κατορθώματα εις βάρος των εχθρών. Η πολιτεία όταν τέλειωσε ο πόλεμος του έδωσε ένα παράσημο για την ανδρεία του και αυτό ήταν όλο. Μετά τον πέταξε στον δρόμο αφού είχε κάνει την δουλειά της. Ο άντρας φανερά γερασμένος και κουρασμένος από τα βάσανα, τριγυρνούσε στους δρόμους. Πολλές φορές, του έδιναν κάποιοι άνθρωποι, λίγο φαγητό και κάτι κέρματα, για να αγοράσει λίγο ψωμί. Το σύννεφο χαμήλωσε τώρα αρκετά και η μέγαιρα είδε καθαρά ότι αυτός ο γενναίος γεράκος ήταν αυτός που του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Τότε για πρώτη φορά στην ζωή της, η καρδιά της μαλάκωσε και ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο της. Μα τι κακούργα που είμαι; μονολογούσε φωναχτά, λίγο νεράκι μου ζήτησε ο καημένος και εγώ του αρνήθηκα. Οι τύψεις που μέχρι τώρα της ήταν άγνωστη λέξη, άρχισαν να την βασανίζουν. Πως το έκανα εγώ αυτό; γιατί τόση απονιά μέσα μου να υπάρχει; πως έγινε η καρδιά μου σκληρή σαν πέτρα; σκεφτόταν και άρχισε να κλαίει δυνατά τώρα. Τα αγγελάκια της λένε, κοίτα, τα δάκρυα σου ποτίζουν την γη, κυλάνε μέσα σε ρυάκια και γίνονται ένα με την θάλασσα. Τα δάκρυα από μετάνοια, είναι η καλύτερη βροχή στην γη, όλα επωφελούνται από αυτήν. Κλάψε, κλάψε να την ποτίσεις, για να μην υπάρχει ξηρασία. Γιατί η ξηρασία στην γη, προέρχεται από την απονιά του κόσμου.

Η μέγαιρα δεν άκουγε άλλο πια τι της έλεγαν, παρά μόνο έκλαιγε συνέχεια. Κάποια στιγμή άστραψε και βρόντησε τόσο δυνατά, που πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Μα που είμαι; πως βρέθηκα εδώ; όνειρο ήταν είπε ανακουφισμένη και σηκώθηκε. Η βροχή όμως δυνάμωνε, έβρεχε στα αλήθεια. Τότε θυμήθηκε τον γεράκο και έτρεξε στην πόρτα, τον βρήκε εκεί κουλουριασμένο, να προσπαθεί να προφυλαχτεί από την βροχή. Και τότε έγινε το ανέλπιστο, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τον φώναξε να μπει μέσα. Πέταξε ένα κούτσουρο στο τζάκι που κόντευε να σβήσει και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε σε λίγα λεπτά, κρατώντας ένα δίσκο με φαγητά και μπόλικο νερό. Μετά πήγε στην ντουλάπα, την άνοιξε και έβγαλε κάτι παλιά ρούχα, μα σε καλή κατάσταση. Πήγαινε να αλλάξεις να μην κρυώσεις, του είπε και έλα να φας. Τα ρούχα είναι του αδελφού μου που χάθηκε πριν πολλά χρόνια. Ο γεράκος υπάκουσε σαστισμένος, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει την αλλαγή αυτή της μέγαιρας, όμως έκανε ότι του είπε. Το πρωί σηκώθηκε να φύγει και η μέγαιρα του έδωσε μια τσάντα με ρούχα και τρόφιμα και του είπε, ότι χρειαστείς έλα σε μένα να σου το δώσω. Ο γεράκος με δακρυσμένα τα μάτια την ευχαρίστησε και τράβηξε τον δρόμο του.

Τελικά ίσως υπάρχουν οι άγγελοι εκεί ψηλά, που προσπαθούν να μας βοηθήσουν να γίνουμε σωστοί άνθρωποι. Για αυτό αν βλέπετε βροχή, να ξέρετε ότι κάτι βλέπουν και είναι στεναχωρημένοι ή κάποιος άνθρωπος μετανόησε και έρχεται σε εμάς η ευλογημένη βροχή για να ποτίσει την γη και να μας δώσει καρπούς και ζωή.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Use Facebook to Comment on this Post